νεόπλουτος: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_19)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''νεόπλουτος''': -ον, ὡς τὸ [[ἀρτίπλουτος]], ὁ νεωστὶ πλουτήσας ἀντίθ. τῷ [[ἀρχαιόπλουτος]] (ὃ ἴδε), καὶ οὕτω [[κενόδοξος]] καὶ ἀλαζονικὸς (πρβλ. τὸ Γαλλ. nouveau riche), Δημ. 218, 18, Ἀριστ. Ρητ. 2. 9, 9· οἰκέτην ν. Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγράφ. 20· [[ἀπελεύθερος]] ν. Πλούτ. 2, 634C· ν. δεῖπνα ὁ αὐτ. ἐν Λουκούλλ. 40· - [[ἐντεῦθεν]] κατὰ κωμικὴν μεταφοράν, ν. [[τρύξ]], ἐπὶ χυδαίου ἀνθρώπου πλουτήσαντος, Ἀριστοφ. Σφ. 1309.
|lstext='''νεόπλουτος''': -ον, ὡς τὸ [[ἀρτίπλουτος]], ὁ νεωστὶ πλουτήσας ἀντίθ. τῷ [[ἀρχαιόπλουτος]] (ὃ ἴδε), καὶ οὕτω [[κενόδοξος]] καὶ ἀλαζονικὸς (πρβλ. τὸ Γαλλ. nouveau riche), Δημ. 218, 18, Ἀριστ. Ρητ. 2. 9, 9· οἰκέτην ν. Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγράφ. 20· [[ἀπελεύθερος]] ν. Πλούτ. 2, 634C· ν. δεῖπνα ὁ αὐτ. ἐν Λουκούλλ. 40· - [[ἐντεῦθεν]] κατὰ κωμικὴν μεταφοράν, ν. [[τρύξ]], ἐπὶ χυδαίου ἀνθρώπου πλουτήσαντος, Ἀριστοφ. Σφ. 1309.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />récemment enrichi ; parvenu, orgueilleux comme un parvenu.<br />'''Étymologie:''' [[νέος]], [[πλοῦτος]].
}}
}}