3,277,172
edits
(6_19) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νεόπλουτος''': -ον, ὡς τὸ [[ἀρτίπλουτος]], ὁ νεωστὶ πλουτήσας ἀντίθ. τῷ [[ἀρχαιόπλουτος]] (ὃ ἴδε), καὶ οὕτω [[κενόδοξος]] καὶ ἀλαζονικὸς (πρβλ. τὸ Γαλλ. nouveau riche), Δημ. 218, 18, Ἀριστ. Ρητ. 2. 9, 9· οἰκέτην ν. Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγράφ. 20· [[ἀπελεύθερος]] ν. Πλούτ. 2, 634C· ν. δεῖπνα ὁ αὐτ. ἐν Λουκούλλ. 40· - [[ἐντεῦθεν]] κατὰ κωμικὴν μεταφοράν, ν. [[τρύξ]], ἐπὶ χυδαίου ἀνθρώπου πλουτήσαντος, Ἀριστοφ. Σφ. 1309. | |lstext='''νεόπλουτος''': -ον, ὡς τὸ [[ἀρτίπλουτος]], ὁ νεωστὶ πλουτήσας ἀντίθ. τῷ [[ἀρχαιόπλουτος]] (ὃ ἴδε), καὶ οὕτω [[κενόδοξος]] καὶ ἀλαζονικὸς (πρβλ. τὸ Γαλλ. nouveau riche), Δημ. 218, 18, Ἀριστ. Ρητ. 2. 9, 9· οἰκέτην ν. Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγράφ. 20· [[ἀπελεύθερος]] ν. Πλούτ. 2, 634C· ν. δεῖπνα ὁ αὐτ. ἐν Λουκούλλ. 40· - [[ἐντεῦθεν]] κατὰ κωμικὴν μεταφοράν, ν. [[τρύξ]], ἐπὶ χυδαίου ἀνθρώπου πλουτήσαντος, Ἀριστοφ. Σφ. 1309. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />récemment enrichi ; parvenu, orgueilleux comme un parvenu.<br />'''Étymologie:''' [[νέος]], [[πλοῦτος]]. | |||
}} | }} |