πρωτέκδικος: Difference between revisions
From LSJ
(6_15) |
(35) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πρωτέκδῐκος''': ὁ, ὁ πρῶτος [[δικαστής]]· πρωτεκδικέω, ἐνεργῶ ὡς πρ. - πρωτεκδικικός, ή, όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς πρωτέκδικον. -πρωτεκδικεῖον, τό, τὸ [[δικαστήριον]] τοῦ πρ.· - λέξεις τῶν Βυζαντ. | |lstext='''πρωτέκδῐκος''': ὁ, ὁ πρῶτος [[δικαστής]]· πρωτεκδικέω, ἐνεργῶ ὡς πρ. - πρωτεκδικικός, ή, όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς πρωτέκδικον. -πρωτεκδικεῖον, τό, τὸ [[δικαστήριον]] τοῦ πρ.· - λέξεις τῶν Βυζαντ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, ΝΜ<br />ο [[πρώτος]] [[δικαστής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>εκκλ.</b> (ως [[τίτλος]] που απονέμεται σε πρεσβύτερο ή διάκονο) ο [[πρώτος]] [[μεταξύ]] τών εκδίκων, τών εκκλησιαστικών αξιωματούχων που [[είναι]] εξουσιοδοτημένοι να υπερασπίζουν τα συμφέροντα της Εκκλησίας ενώπιον τών δικαστηρίων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πρωτ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἔκδικος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:24, 29 September 2017
Greek (Liddell-Scott)
πρωτέκδῐκος: ὁ, ὁ πρῶτος δικαστής· πρωτεκδικέω, ἐνεργῶ ὡς πρ. - πρωτεκδικικός, ή, όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς πρωτέκδικον. -πρωτεκδικεῖον, τό, τὸ δικαστήριον τοῦ πρ.· - λέξεις τῶν Βυζαντ.
Greek Monolingual
ο, ΝΜ
ο πρώτος δικαστής
νεοελλ.
εκκλ. (ως τίτλος που απονέμεται σε πρεσβύτερο ή διάκονο) ο πρώτος μεταξύ τών εκδίκων, τών εκκλησιαστικών αξιωματούχων που είναι εξουσιοδοτημένοι να υπερασπίζουν τα συμφέροντα της Εκκλησίας ενώπιον τών δικαστηρίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + ἔκδικος.