πλανόδιος: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_4)
(Bailly1_4)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''πλανόδιος''': -α, -ον, ὁ πορευόμενος δι’ ἀτραπῶν, ἐκτὸς τῆς ὁδοῦ, ὁ περιπλανώμενος, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 75 ([[ἔνθα]] πλανοδίας) [[[ἔνθα]] πλᾱ-, [[χάριν]] τοῦ μέτρου]: ― παρ’ Ἡσυχ., «πληνοδίᾳ... τῇ πεπλανημένῃ τῆς ὀρθῆς ὁδοῦ».
|lstext='''πλανόδιος''': -α, -ον, ὁ πορευόμενος δι’ ἀτραπῶν, ἐκτὸς τῆς ὁδοῦ, ὁ περιπλανώμενος, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 75 ([[ἔνθα]] πλανοδίας) [[[ἔνθα]] πλᾱ-, [[χάριν]] τοῦ μέτρου]: ― παρ’ Ἡσυχ., «πληνοδίᾳ... τῇ πεπλανημένῃ τῆς ὀρθῆς ὁδοῦ».
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui va par les chemins de traverse.<br />'''Étymologie:''' [[πλάνος]], [[ὁδός]].
}}
}}