3,273,773
edits
(Bailly1_4) |
(32) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />qui va par les chemins de traverse.<br />'''Étymologie:''' [[πλάνος]], [[ὁδός]]. | |btext=ος, ον :<br />qui va par les chemins de traverse.<br />'''Étymologie:''' [[πλάνος]], [[ὁδός]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-α, -ο / [[πλανόδιος]], -ία, -ον, ΝΑ, ιων. τ. [[πληνόδιος]], Α<br />αυτός που αποφεύγει τον [[κυρίως]] δρόμο και πορεύεται από [[στενά]], από μονοπάτια<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που περιφέρεται στους δρόμους, που περιπλανιέται («[[πλανόδιος]] [[πωλητής]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «πλανόδιο [[εμπόριο]]» — το [[εμπόριο]] που διεξάγεται από εμπόρους, αντιπροσώπους, οι οποίοι μετακινούνται από [[περιοχή]] σε [[περιοχή]] για την [[εξασφάλιση]] της πελατείας<br />β) «πλανόδιοι επιτηδευματίες» — [[κατηγορία]] μικροεπιτηδευματιών που ασκούν το επάγγελμἀ τους γυρίζοντας από [[περιοχή]] σε [[περιοχή]] ή στο ύπαιθρο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πλανῶμαι</i> <span style="color: red;">+</span> [[ὁδός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>εισ</i>-<i>όδ</i>-<i>ιος</i>)]. | |||
}} | }} |