ἄδεκτος: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_15)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄδεκτος''': -ον, ([[δέχομαι]]) ὁ μὴ [[δεκτός]], ἀπίστευτος, διαφ. γραφὴ ἐν τοῖς Ἑβδ. (Μακκαβ. Γ΄. δ΄, 2.) ΙΙ. ἐνεργ., ὁ μὴ ἐπιδεχόμενός τι ..., τῆς εὐδαιμονίας, Ἱππόδ. παρὰ Στοβαίῳ 553, 19· κακοῦ, Πλούτ. 2. 881Β.
|lstext='''ἄδεκτος''': -ον, ([[δέχομαι]]) ὁ μὴ [[δεκτός]], ἀπίστευτος, διαφ. γραφὴ ἐν τοῖς Ἑβδ. (Μακκαβ. Γ΄. δ΄, 2.) ΙΙ. ἐνεργ., ὁ μὴ ἐπιδεχόμενός τι ..., τῆς εὐδαιμονίας, Ἱππόδ. παρὰ Στοβαίῳ 553, 19· κακοῦ, Πλούτ. 2. 881Β.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui ne peut recevoir, incapable de, gén..<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[δέχομαι]].
}}
}}