3,277,649
edits
(6_15) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἄδεκτος''': -ον, ([[δέχομαι]]) ὁ μὴ [[δεκτός]], ἀπίστευτος, διαφ. γραφὴ ἐν τοῖς Ἑβδ. (Μακκαβ. Γ΄. δ΄, 2.) ΙΙ. ἐνεργ., ὁ μὴ ἐπιδεχόμενός τι ..., τῆς εὐδαιμονίας, Ἱππόδ. παρὰ Στοβαίῳ 553, 19· κακοῦ, Πλούτ. 2. 881Β. | |lstext='''ἄδεκτος''': -ον, ([[δέχομαι]]) ὁ μὴ [[δεκτός]], ἀπίστευτος, διαφ. γραφὴ ἐν τοῖς Ἑβδ. (Μακκαβ. Γ΄. δ΄, 2.) ΙΙ. ἐνεργ., ὁ μὴ ἐπιδεχόμενός τι ..., τῆς εὐδαιμονίας, Ἱππόδ. παρὰ Στοβαίῳ 553, 19· κακοῦ, Πλούτ. 2. 881Β. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui ne peut recevoir, incapable de, gén..<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[δέχομαι]]. | |||
}} | }} |