ἄδεκτος
Ἤθους δικαίου φαῦλος οὐ ψαύει λόγος → Vox prava non pertingit ad mores bonos → Verkommne Rede rührt nicht an gerechte Art
English (LSJ)
ἄδεκτον, (δέχομαι)
A not receptive, Thphr. Metaph.9: c. gen., not capable of, τῆς εὐδαιμονίας Hippod.ap Stob.4.39.26; τοῦ μοιχεύειν Phld. D.3Fr.78; μεταβολῆς Plu.2.1025c, cf. Plot.3.6.13, Herm. ap. Stob. 3.11.31, Procl.in Prm.p.842 S., etc.
II Pass., incomprehensible, dub. l. in Ph.1.486.
2 unacceptable, δῶρα Zos.1.58.
Spanish (DGE)
-ον
I 1que no admite, que no recibe Thphr.Metaph.5b.18
•c. gen. que no admite, incapaz τοῦ μοιχε[ύ] ειν Phld.D.3.fr.78.2, τᾶς εὐδαιμονίας Hippod.94.10, μεταβολῆς Plu.2.1025b, τῶν ὄντων Plot.3.6.13
•subst. τὸ ἀ. τῆς καταφάσεως lo inaceptable de la aseveración Procl.in Prm.1074.
2 insensible κακοῦ Plu.2.881b, cf. Plot.1.1.2.
3 incorruptible ἁ γὰρ ἄδεκ[τος] Μοῖρα SEG 28.995.5 (heleníst.) en Bull.Epigr.1988.58.
II 1que no puede ser admitido (δῶρα) Zos.1.58
•crist. de personas excomulgado Basil.M.32.805B.
2 incomprensible Ph.1.486.
German (Pape)
[Seite 32] nicht annehmend, unempfänglich, κακοῦ, für, Plut. plac. phil. 1, 7.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui ne peut recevoir, incapable de, gén..
Étymologie: ἀ, δέχομαι.
Greek (Liddell-Scott)
ἄδεκτος: -ον, (δέχομαι) ὁ μὴ δεκτός, ἀπίστευτος, διαφ. γραφὴ ἐν τοῖς Ἑβδ. (Μακκαβ. Γ΄. δ΄, 2.) ΙΙ. ἐνεργ., ὁ μὴ ἐπιδεχόμενός τι ..., τῆς εὐδαιμονίας, Ἱππόδ. παρὰ Στοβαίῳ 553, 19· κακοῦ, Πλούτ. 2. 881Β.
Russian (Dvoretsky)
ἄδεκτος: не принимающий в себя, невосприимчивый (κακοῦ Plut.): οὐκ ἄ. μεταβολῆς Plut. доступный изменениям, могущий изменяться.
Translations
incomprehensible
Albanian: pakuptueshëm; Armenian: անհասկանալի; Belarusian: незразумелы; Bulgarian: неразбираем, непонятен; Catalan: incomprensible; Chinese Mandarin: 難以理解的/难以理解的, 費解的/费解的; Czech: nesrozumitelný; Danish: uforståelig, ubegribelig; Dutch: onbegrijpelijk; Finnish: käsittämätön, ei ymmärrettävä, siansaksa, heprea; French: incompréhensible; Galician: incomprensible; Georgian: გაუგებარი, გონებისთვის მიუწვდომელი; German: unverständlich, unbegreiflich, unfassbar; Greek: ακατανόητος; Ancient Greek: ἀάσχετος, ἀγνώς, ἄγνωστος, ἄδεκτος, ἀδιανόητος, ἀζήτητος, ἀκατάλημπτος, ἀκατάληπτος, ἀκατανόητος, ἀκράτητος, ἀκριτόφωνος, ἄληπτος, ἀμήχανος, ἀνεξερεύνητος, ἀνεξιχνίαστος, ἀνερμήνευτος, ἀξύνετος, ἀπαρακολούθητος, ἀπερίβλεπτος, ἀπερίδρακτος, ἀπερίληπτος, ἀπερινόητος, ἄσημος, ἄσκοπος, ἀσύμβλητος, ἀσύνετος, ἄσχετος, ἄφραστος, ἄφωνος, ἀχώρητος, βαθύγλωσσος, βαθύχειλος, δύσγνωστος, δυσδιανόητος, δυσεπινόητος, δυσκατανόητος, δυσλόγιστος, δυσξύμβλητος, δυσξύνετος, δυσσύνετος, σκοτεινός; Hungarian: érthetetlen, megfoghatatlan, felfoghatatlan; Italian: incomprensibile; Japanese: 不可解な, 理解できない; Norwegian Bokmål: ubegripelig, ubefattelig; Nynorsk: ubegripeleg; Occitan: incompreensible; Plautdietsch: onbejrieplich; Polish: niezrozumiały; Portuguese: incompreensível; Russian: непонятный, непостижимый, невразумительный; Scottish Gaelic: do-thuigsinneach; Spanish: incomprensible; Swedish: obegriplig, ofattbar; Tagalog: di-matingkala; Turkish: anlaşılmaz; Ukrainian: незрозумі́лий