3,274,522
edits
(6_21) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τόξον''': τό, (ἴδε ἐν τέλει)· - ὡς καὶ νῦν, [[τόξον]], χυδ. «δοξάρι», τὰ δὲ βέλη καλοῦνται ὀϊστοί, ἰοί, Ὁμηρ., [[ὅστις]] ἀγαπᾷ νὰ μεταχειρίζηται τὸ πληθ. τόξα ἀντὶ τοῦ ἑνικοῦ· οὕτω καὶ παρὰ Πινδ., Τραγικ., [[ἐνίοτε]] δὲ καὶ ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ, ἴδε Ἡρόδ. 2. 106., 3. 78· - τὸ Ὁμηρικὸν [[τόξον]] ἀποτελεῖται ἐκ δύο τμημάτων ἐξεσμένων ἐκ κέρατος καὶ συνημένων κατὰ τὸ [[μέσον]] διὰ τοῦ πήχεως (πρβλ. [[ἴξαλος]]), Ἰλ. Λ. 365· ἡ νευρὰ κατεσκευάζετο ἐκ συνεστραμμένων τενόντων ([[νεῦρα]] βόεια), ἐπὶ δὲ τῶν [[ἄκρων]] τοῦ τόξου ὑπῆρχον αἱ κορῶναι, ἐφ’ ὧν προσεδένετο ἡ [[νευρά]]· - περιγραφὴ ἀνδρὸς σύροντος τὸ [[τόξον]] ὑπάρχει ἐν Ἰλ. Δ. 123 κἑξ.· τόξα [[τιταίνω]], [[τανύω]] τὸ [[τόξον]], Ε. 97· οὕτω, [[τόξον]] ἕλκειν Λ. 582· ἀνέλκειν Ν. 583· [[ὕστερον]], [[τόξον]] τείνειν, ἐντείνειν, τανύειν, ἴδε τὰς λέξεις· ἂν καὶ [[ταῦτα]] [[πολλάκις]] σημαίνουσι μόνον τὸ ἐφοδιάζειν τὸ [[τόξον]] διὰ νευρᾶς, πρβλ. [[παλίντονος]]· ἦτο ὀλίγον καμπύλον (καμπύλα τόξα) καὶ ὅτε ἐνετείνετο ἰσχυρῶς ἐγίνετο κυκλοτερές, πρβλ. Εὐρ. Βάκχ. 1066· ἐφυλάσσετο δὲ ἐντὸς τοξοθήκης ([[γωρυτός]]), πρβλ. [[γυμνός]], [[γυμνόω]]. Τὸ [[τόξον]] ἦτο [[κυρίως]] τὸ [[ὅπλον]] τῶν Ἀνατολιτῶν, [[ὅθεν]] τόξου ῥῦμα (δηλ. οἱ Πέρσαι), ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ λόγχης ἰσχὺς (δηλ. οἱ Ἕλληνες), Αἰσχύλ. Πέρσ. 147, πρβλ. [[τόξαρχος]], [[τοξόδαμνος]], [[τοξουλκός]], [[τοξοφόρος]], [[τοξότης]] Ι. Περὶ τοῦ σχήματος τοῦ Σκυθικοῦ τόξου ἴδε ἐν Σσ Α. 2) τόξῳ κατ’ εἰκασίαν, ὁ αὐτ. ἐν Χο. 1033. 3) [[ἐνίοτε]] ἡ [[λέξις]] [[τόξον]] κεῖται ἀντὶ τῆς τοξικῆς τέχνης, [[οἷον]] τόξων εὖ εἰδὼς Ἰλ. Β. 718, κλπ.· τόξοισιν [[πίσυνος]] Ε. 205, Ν. 716· ἡ [[τέχνη]] τῶν τόξων Ἡρόδ. 1. 73· πρὸς τόξου κρίσιν Σοφ. Τρ. 266. ΙΙ. ἐν τῷ πληθ. [[ὡσαύτως]], [[τόξον]] καὶ βέλη, Ὅμηρ., Ἡρόδ., Σοφοκλ. Φιλ. 68, 75, 113, κτλ.· καὶ [[ἐνίοτε]] [[ἴσως]] τὰ τόξα ἀντὶ βέλη, [[αὐτόθι]] 652, Πλάτ. Νόμ. 815Α, πρβλ. 795Β. ΙΙΙ. μεταφορ., τόξα ἡλίου, αἱ ἀκτῖνες [[αὐτοῦ]], Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. Μαιν. 1090· ἀμπέλινα τ., ἐπὶ τῶν ἀποτελεσμάτων τοῦ οἴνου, Πινδ. Ἀποσπ. 239· [[τόξον]] μερίμνης Ποιητὴς παρὰ Πλουτ. 2. 33Ε. IV. πᾶν [[πρᾶγμα]] ἔχον [[σχῆμα]] τοξοειδὲς ἢ καμπύλον, τὸ οὐράνιον [[τόξον]], ἡ ἶρις, Λατ. arcus caeli, Αἰσχρίων ἐν Ρήτορσι (Walz) 3. 651 σημ., Ἑβδ. (Γεν. Θ΄, 13), Ἡσύχ. ἐν λέξ. [[εἶρις]]: «[[εἶρις]]· ἡ ἐκ τοῦ ἡλίου γενομένη ταῖς νεφέλαις [[χρόα]], τὸ καλούμενον [[τόξον]]»: 2) τόξα λατάγων, ἡ [[καμπύλη]] ἣν διαγράφει ὑγρὸν ῥιπτόμενον ἐκ ποτηρίου, Κριτίας 1. 2. 3) [[καμάρα]], Ἀνθ. Π. 9. 694. (Ἐκ τῆς √ΤΟΚ, συγγεν. τῆς ῥίζ. ΤΕΚ ἐν τῷ [[τέκμαρ]], ΤΥΧ ἐν τῷ τυχεῖν, [[τυγχάνω]], πρβλ. [[τόσσαις]]· καὶ ἰδὲ ἐν λ. [[τίκτω]]). | |lstext='''τόξον''': τό, (ἴδε ἐν τέλει)· - ὡς καὶ νῦν, [[τόξον]], χυδ. «δοξάρι», τὰ δὲ βέλη καλοῦνται ὀϊστοί, ἰοί, Ὁμηρ., [[ὅστις]] ἀγαπᾷ νὰ μεταχειρίζηται τὸ πληθ. τόξα ἀντὶ τοῦ ἑνικοῦ· οὕτω καὶ παρὰ Πινδ., Τραγικ., [[ἐνίοτε]] δὲ καὶ ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ, ἴδε Ἡρόδ. 2. 106., 3. 78· - τὸ Ὁμηρικὸν [[τόξον]] ἀποτελεῖται ἐκ δύο τμημάτων ἐξεσμένων ἐκ κέρατος καὶ συνημένων κατὰ τὸ [[μέσον]] διὰ τοῦ πήχεως (πρβλ. [[ἴξαλος]]), Ἰλ. Λ. 365· ἡ νευρὰ κατεσκευάζετο ἐκ συνεστραμμένων τενόντων ([[νεῦρα]] βόεια), ἐπὶ δὲ τῶν [[ἄκρων]] τοῦ τόξου ὑπῆρχον αἱ κορῶναι, ἐφ’ ὧν προσεδένετο ἡ [[νευρά]]· - περιγραφὴ ἀνδρὸς σύροντος τὸ [[τόξον]] ὑπάρχει ἐν Ἰλ. Δ. 123 κἑξ.· τόξα [[τιταίνω]], [[τανύω]] τὸ [[τόξον]], Ε. 97· οὕτω, [[τόξον]] ἕλκειν Λ. 582· ἀνέλκειν Ν. 583· [[ὕστερον]], [[τόξον]] τείνειν, ἐντείνειν, τανύειν, ἴδε τὰς λέξεις· ἂν καὶ [[ταῦτα]] [[πολλάκις]] σημαίνουσι μόνον τὸ ἐφοδιάζειν τὸ [[τόξον]] διὰ νευρᾶς, πρβλ. [[παλίντονος]]· ἦτο ὀλίγον καμπύλον (καμπύλα τόξα) καὶ ὅτε ἐνετείνετο ἰσχυρῶς ἐγίνετο κυκλοτερές, πρβλ. Εὐρ. Βάκχ. 1066· ἐφυλάσσετο δὲ ἐντὸς τοξοθήκης ([[γωρυτός]]), πρβλ. [[γυμνός]], [[γυμνόω]]. Τὸ [[τόξον]] ἦτο [[κυρίως]] τὸ [[ὅπλον]] τῶν Ἀνατολιτῶν, [[ὅθεν]] τόξου ῥῦμα (δηλ. οἱ Πέρσαι), ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ λόγχης ἰσχὺς (δηλ. οἱ Ἕλληνες), Αἰσχύλ. Πέρσ. 147, πρβλ. [[τόξαρχος]], [[τοξόδαμνος]], [[τοξουλκός]], [[τοξοφόρος]], [[τοξότης]] Ι. Περὶ τοῦ σχήματος τοῦ Σκυθικοῦ τόξου ἴδε ἐν Σσ Α. 2) τόξῳ κατ’ εἰκασίαν, ὁ αὐτ. ἐν Χο. 1033. 3) [[ἐνίοτε]] ἡ [[λέξις]] [[τόξον]] κεῖται ἀντὶ τῆς τοξικῆς τέχνης, [[οἷον]] τόξων εὖ εἰδὼς Ἰλ. Β. 718, κλπ.· τόξοισιν [[πίσυνος]] Ε. 205, Ν. 716· ἡ [[τέχνη]] τῶν τόξων Ἡρόδ. 1. 73· πρὸς τόξου κρίσιν Σοφ. Τρ. 266. ΙΙ. ἐν τῷ πληθ. [[ὡσαύτως]], [[τόξον]] καὶ βέλη, Ὅμηρ., Ἡρόδ., Σοφοκλ. Φιλ. 68, 75, 113, κτλ.· καὶ [[ἐνίοτε]] [[ἴσως]] τὰ τόξα ἀντὶ βέλη, [[αὐτόθι]] 652, Πλάτ. Νόμ. 815Α, πρβλ. 795Β. ΙΙΙ. μεταφορ., τόξα ἡλίου, αἱ ἀκτῖνες [[αὐτοῦ]], Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. Μαιν. 1090· ἀμπέλινα τ., ἐπὶ τῶν ἀποτελεσμάτων τοῦ οἴνου, Πινδ. Ἀποσπ. 239· [[τόξον]] μερίμνης Ποιητὴς παρὰ Πλουτ. 2. 33Ε. IV. πᾶν [[πρᾶγμα]] ἔχον [[σχῆμα]] τοξοειδὲς ἢ καμπύλον, τὸ οὐράνιον [[τόξον]], ἡ ἶρις, Λατ. arcus caeli, Αἰσχρίων ἐν Ρήτορσι (Walz) 3. 651 σημ., Ἑβδ. (Γεν. Θ΄, 13), Ἡσύχ. ἐν λέξ. [[εἶρις]]: «[[εἶρις]]· ἡ ἐκ τοῦ ἡλίου γενομένη ταῖς νεφέλαις [[χρόα]], τὸ καλούμενον [[τόξον]]»: 2) τόξα λατάγων, ἡ [[καμπύλη]] ἣν διαγράφει ὑγρὸν ῥιπτόμενον ἐκ ποτηρίου, Κριτίας 1. 2. 3) [[καμάρα]], Ἀνθ. Π. 9. 694. (Ἐκ τῆς √ΤΟΚ, συγγεν. τῆς ῥίζ. ΤΕΚ ἐν τῷ [[τέκμαρ]], ΤΥΧ ἐν τῷ τυχεῖν, [[τυγχάνω]], πρβλ. [[τόσσαις]]· καὶ ἰδὲ ἐν λ. [[τίκτω]]). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (τό) :<br />arc ; τὰ τόξα :<br /><b>1</b> l’arc et les flèches;<br /><b>2</b> l’arc (seul);<br /><b>3</b> les flèches (seules);<br /><b>4</b> le tir de l’arc : τόξων [[εὖ]] [[εἰδώς]] IL habile à tirer de l’arc ; ἡ [[τέχνη]] [[τῶν]] τόξων HDT l’art de tirer de l’arc ; <i>qqf en ce sens au sg.</i> : πρὸς τόξου κρίσιν SOPH pour juger le tir de l’arc.<br />'''Étymologie:''' R. Τεκ, fabriquer ; cf. [[τέκτων]]. | |||
}} | }} |