Anonymous

οὖλον: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_22)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''οὖλον''': τό, τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθυντ. οὖλα, τά, «γούλια», ἡ περὶ τὰ φατνία τῶν ὀδόντων [[σάρξ]], Ἱππ. Ἀφ. 1248, Αἰσχύλ. Χο. 898, Πλάτ. Φαῖδρ. 251C ἑνικ., Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 11, 12, Διογ. Λ. 7. 176. ΙΙ. ἐν τῷ πληθ. [[ὡσαύτως]] [[πρῆσμα]] τῶν οὔλων, [[οἴδημα]], Ἱππ. 464. 28, κτλ.
|lstext='''οὖλον''': τό, τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθυντ. οὖλα, τά, «γούλια», ἡ περὶ τὰ φατνία τῶν ὀδόντων [[σάρξ]], Ἱππ. Ἀφ. 1248, Αἰσχύλ. Χο. 898, Πλάτ. Φαῖδρ. 251C ἑνικ., Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 11, 12, Διογ. Λ. 7. 176. ΙΙ. ἐν τῷ πληθ. [[ὡσαύτως]] [[πρῆσμα]] τῶν οὔλων, [[οἴδημα]], Ἱππ. 464. 28, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />gencive.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. obscure.
}}
}}