3,277,206
edits
(6_22) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''οὖλον''': τό, τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθυντ. οὖλα, τά, «γούλια», ἡ περὶ τὰ φατνία τῶν ὀδόντων [[σάρξ]], Ἱππ. Ἀφ. 1248, Αἰσχύλ. Χο. 898, Πλάτ. Φαῖδρ. 251C ἑνικ., Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 11, 12, Διογ. Λ. 7. 176. ΙΙ. ἐν τῷ πληθ. [[ὡσαύτως]] [[πρῆσμα]] τῶν οὔλων, [[οἴδημα]], Ἱππ. 464. 28, κτλ. | |lstext='''οὖλον''': τό, τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθυντ. οὖλα, τά, «γούλια», ἡ περὶ τὰ φατνία τῶν ὀδόντων [[σάρξ]], Ἱππ. Ἀφ. 1248, Αἰσχύλ. Χο. 898, Πλάτ. Φαῖδρ. 251C ἑνικ., Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 11, 12, Διογ. Λ. 7. 176. ΙΙ. ἐν τῷ πληθ. [[ὡσαύτως]] [[πρῆσμα]] τῶν οὔλων, [[οἴδημα]], Ἱππ. 464. 28, κτλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (τό) :<br />gencive.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. obscure. | |||
}} | }} |