Anonymous

οὖλον: Difference between revisions

From LSJ
5
(Bailly1_4)
(5)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />gencive.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. obscure.
|btext=ου (τό) :<br />gencive.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. obscure.
}}
{{lsm
|lsmtext='''οὖλον:''' τό, [[κυρίως]] στον πληθ. <i>οὖλα</i>, <i>τά</i>, τα ούλα, τα τμήματα της στοματικής κοιλότητας που περιβάλλουν τα δόντια, σε Αισχύλ., Πλάτ.
}}
}}