παρωρείτης: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_19)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παρωρείτης''': -ου, ὁ, [[ὀρεινός]], ὁ παρὰ τὰ ὄρη διαιτώμενος, Πὰν Ἀνθ. Πλαν. 235.
|lstext='''παρωρείτης''': -ου, ὁ, [[ὀρεινός]], ὁ παρὰ τὰ ὄρη διαιτώμενος, Πὰν Ἀνθ. Πλαν. 235.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />qui réside près des montagnes.<br />'''Étymologie:''' [[παρώρεια]].
}}
}}