παρωρείτης
From LSJ
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
English (LSJ)
παρωρείτου, ὁ, mountaineer, Πάν APl.4.235 (Apollonid.).
German (Pape)
[Seite 530] ὁ, der neben einem Berge Wohnende, Gebirgsanwohner, Πάν, Apollnds 10 (Plan. 235).
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui réside près des montagnes.
Étymologie: παρώρεια.
Greek (Liddell-Scott)
παρωρείτης: -ου, ὁ, ὀρεινός, ὁ παρὰ τὰ ὄρη διαιτώμενος, Πὰν Ἀνθ. Πλαν. 235.
Greek Monolingual
ο, Α παρώρεια
αυτός που κατοικεί ή συχνάζει στις πλαγιές τών βουνών.
Greek Monotonic
παρωρείτης: -ου, ὁ (ὄρος, Λατ. mons), ορεσίβιος, σε Ανθ.
Middle Liddell
παρ-ωρείτης, ου, ὁ, ὄρος mons]
a mountaineer, Anth.
Mantoulidis Etymological
(=ὀρεινός, κάτοικος πλαγιᾶς βουνοῦ). Ἀπό τό παρά + ὄρος, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.