ἀναπολητικός: Difference between revisions
From LSJ
Οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → Nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us
(6_11) |
(4) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀναπολητικός''': -ή, -όν, ὁ ἔχων τὴν δύναμιν τοῦ ἀναπολεῖν, Θ. Στ. | |lstext='''ἀναπολητικός''': -ή, -όν, ὁ ἔχων τὴν δύναμιν τοῦ ἀναπολεῖν, Θ. Στ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό<br /><b>1.</b> ο [[κατάλληλος]] για [[αναπόληση]], [[αναμνηστικός]]<br /><b>2.</b> αυτός που αναπολεί, ο [[μνημονικός]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 06:23, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 203] ins Gedächtniß zurückrufend?
Greek (Liddell-Scott)
ἀναπολητικός: -ή, -όν, ὁ ἔχων τὴν δύναμιν τοῦ ἀναπολεῖν, Θ. Στ.
Greek Monolingual
-ή, -ό
1. ο κατάλληλος για αναπόληση, αναμνηστικός
2. αυτός που αναπολεί, ο μνημονικός.