ἀνύστακτος: Difference between revisions
From LSJ
Πένητας ἀργοὺς οὐ τρέφει ῥᾳθυμία → Desidia nescit educare pauperem → Den trägen Armen nährt nicht seine Arbeitsscheu
(6_18) |
(big3_5) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνύστακτος''': -ον, ὁ μὴ νυστάζων, [[ἄγρυπνος]], ὁ τούτου [[ἀνύστακτος]] ὀφθαλμὸς Ἐφρ. Σύρ. τ. 3, σ. 602. - Ἐπίρρ. -κτως Πρόκλ. Κωνσταντινουπόλεως 860Β, Γρηγορίου τοῦ Ἀντιόχου Ἐπιστ. ἐν Μ. Ἀκομ. τ. Β΄, 408. 10, ἔκδ. Λ. | |lstext='''ἀνύστακτος''': -ον, ὁ μὴ νυστάζων, [[ἄγρυπνος]], ὁ τούτου [[ἀνύστακτος]] ὀφθαλμὸς Ἐφρ. Σύρ. τ. 3, σ. 602. - Ἐπίρρ. -κτως Πρόκλ. Κωνσταντινουπόλεως 860Β, Γρηγορίου τοῦ Ἀντιόχου Ἐπιστ. ἐν Μ. Ἀκομ. τ. Β΄, 408. 10, ἔκδ. Λ. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[vigilante]] ὀφθαλμός Gr.Nyss.M.46.829D, ὁ δὲ μόνος ἀ. ... τὸν κοιμώμενον ... ἐπανέπαυσε Rom.Mel.52.ιδʹ.5.<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[de manera vigilante]] Gr.Nyss.<i>Eun</i>.1.29.15, Procl.CP <i>Arm</i>.11. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:14, 21 August 2017
German (Pape)
[Seite 267] ohne zu schlafen, Eudoc.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνύστακτος: -ον, ὁ μὴ νυστάζων, ἄγρυπνος, ὁ τούτου ἀνύστακτος ὀφθαλμὸς Ἐφρ. Σύρ. τ. 3, σ. 602. - Ἐπίρρ. -κτως Πρόκλ. Κωνσταντινουπόλεως 860Β, Γρηγορίου τοῦ Ἀντιόχου Ἐπιστ. ἐν Μ. Ἀκομ. τ. Β΄, 408. 10, ἔκδ. Λ.
Spanish (DGE)
-ον
1 vigilante ὀφθαλμός Gr.Nyss.M.46.829D, ὁ δὲ μόνος ἀ. ... τὸν κοιμώμενον ... ἐπανέπαυσε Rom.Mel.52.ιδʹ.5.
2 adv. -ως de manera vigilante Gr.Nyss.Eun.1.29.15, Procl.CP Arm.11.