διάστατος: Difference between revisions

From LSJ

σωφροσύνης πίστην ἔχειν περί τινος → to be persuaded of one's probity

Source
(6_16)
 
(Bailly1_2)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''διάστᾰτος''': -όν, διεστώς, διηρημένος, τὴν πόλιν βοῶν ποιείτω διάστατον Μένανδ. Χήρ. 2.
|lstext='''διάστᾰτος''': -όν, διεστώς, διηρημένος, τὴν πόλιν βοῶν ποιείτω διάστατον Μένανδ. Χήρ. 2.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />distendu ; étendu dans l’espace.<br />'''Étymologie:''' [[διΐστημι]].
}}
}}

Revision as of 19:51, 9 August 2017

Greek (Liddell-Scott)

διάστᾰτος: -όν, διεστώς, διηρημένος, τὴν πόλιν βοῶν ποιείτω διάστατον Μένανδ. Χήρ. 2.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
distendu ; étendu dans l’espace.
Étymologie: διΐστημι.