περικρύβω: Difference between revisions
From LSJ
Οἷς μὲν δίδωσιν, οἷς δ' ἀφαιρεῖται τύχη → Fortuna multos spoliat, alios munerat → Den einen gibt, den andern aber nimmt das Glück
(6_2) |
(32) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''περικρύβω''': [[περικρύπτω]], συνέλαβεν Ἐλισάβετ ἡ γυνὴ [[αὐτοῦ]], καὶ περιέκρυβεν ἑαυτὴν μῆνας [[πέντε]] Εὐαγγ. κατὰ Λουκ. α΄, 24. | |lstext='''περικρύβω''': [[περικρύπτω]], συνέλαβεν Ἐλισάβετ ἡ γυνὴ [[αὐτοῦ]], καὶ περιέκρυβεν ἑαυτὴν μῆνας [[πέντε]] Εὐαγγ. κατὰ Λουκ. α΄, 24. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α<br /><b>βλ.</b> [[περικρύπτω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:16, 29 September 2017
Greek (Liddell-Scott)
περικρύβω: περικρύπτω, συνέλαβεν Ἐλισάβετ ἡ γυνὴ αὐτοῦ, καὶ περιέκρυβεν ἑαυτὴν μῆνας πέντε Εὐαγγ. κατὰ Λουκ. α΄, 24.
Greek Monolingual
Α
βλ. περικρύπτω.