περικρύβω: Difference between revisions

From LSJ

Οἷς μὲν δίδωσιν, οἷς δ' ἀφαιρεῖται τύχηFortuna multos spoliat, alios munerat → Den einen gibt, den andern aber nimmt das Glück

Menander, Monostichoi, 428
(6_2)
 
(32)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''περικρύβω''': [[περικρύπτω]], συνέλαβεν Ἐλισάβετ ἡ γυνὴ [[αὐτοῦ]], καὶ περιέκρυβεν ἑαυτὴν μῆνας [[πέντε]] Εὐαγγ. κατὰ Λουκ. α΄, 24.
|lstext='''περικρύβω''': [[περικρύπτω]], συνέλαβεν Ἐλισάβετ ἡ γυνὴ [[αὐτοῦ]], καὶ περιέκρυβεν ἑαυτὴν μῆνας [[πέντε]] Εὐαγγ. κατὰ Λουκ. α΄, 24.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>βλ.</b> [[περικρύπτω]].
}}
}}

Revision as of 12:16, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

περικρύβω: περικρύπτω, συνέλαβεν Ἐλισάβετ ἡ γυνὴ αὐτοῦ, καὶ περιέκρυβεν ἑαυτὴν μῆνας πέντε Εὐαγγ. κατὰ Λουκ. α΄, 24.

Greek Monolingual

Α
βλ. περικρύπτω.