ῥαδαμνώδης: Difference between revisions

From LSJ

ἐλάττω ἔχειν γῆν τὸν ἀγρὸν ἐπιστολῆς Λακωνικῆς → own a farm smaller than a Laconian letter, own a tiny farm

Source
(6_7)
(35)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ῥᾰδαμνώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] μικρῷ κλάδῳ ἢ βλαστῷ, Σχόλ. εἰς Νικ. Θηρ. 543.
|lstext='''ῥᾰδαμνώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] μικρῷ κλάδῳ ἢ βλαστῷ, Σχόλ. εἰς Νικ. Θηρ. 543.
}}
{{grml
|mltxt=-ῶδες, Α [[ῥάδαμνος]]<br />όμοιος με μικρό βλαστό, με [[κλωνάρι]].
}}
}}

Revision as of 12:25, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 830] ες, zweigartig, zweigig, Schol. Nic. Ther. 545.

Greek (Liddell-Scott)

ῥᾰδαμνώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος μικρῷ κλάδῳ ἢ βλαστῷ, Σχόλ. εἰς Νικ. Θηρ. 543.

Greek Monolingual

-ῶδες, Α ῥάδαμνος
όμοιος με μικρό βλαστό, με κλωνάρι.