ἡμιρρόπως: Difference between revisions

16
(6_7)
(16)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἡμιρρόπως''': ἐπίρρ., ἡμισεία ῥοπῇ, κλίσει, δηλ. μετρίως, ἐλαφρῶς, ἡσύχως, ἀντίθ. ἀθρόως, Ἱππ.
|lstext='''ἡμιρρόπως''': ἐπίρρ., ἡμισεία ῥοπῇ, κλίσει, δηλ. μετρίως, ἐλαφρῶς, ἡσύχως, ἀντίθ. ἀθρόως, Ἱππ.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἡμιρρόπως]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> με μισή [[κλίση]]<br /><b>2.</b> μέτρια, [[ήσυχα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημίρροπος</i> ή <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ρρο</i>-<i>πως</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>ρροπος</i> <span style="color: red;"><</span> [[ροπή]])].
}}
}}