ἡμιρρόπως

From LSJ
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡμιρρόπως Medium diacritics: ἡμιρρόπως Low diacritics: ημιρρόπως Capitals: ΗΜΙΡΡΟΠΩΣ
Transliteration A: hēmirrópōs Transliteration B: hēmirropōs Transliteration C: imirropos Beta Code: h(mirro/pws

English (LSJ)

Adv. half turning the scale, i.e. lightly, gently, opp. ἀθρόως, Hp.Epid.2.1.7.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμιρρόπως: ἐπίρρ., ἡμισεία ῥοπῇ, κλίσει, δηλ. μετρίως, ἐλαφρῶς, ἡσύχως, ἀντίθ. ἀθρόως, Ἱππ.

Greek Monolingual

ἡμιρρόπως (Α)
επίρρ.
1. με μισή κλίση
2. μέτρια, ήσυχα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημίρροπος ή ημι- + -ρρο-πως (< -ρροπος < ροπή)].

German (Pape)

mit halber Wucht, mäßig, Hippocr., Gegensatz ἀθρόως.