3,276,932
edits
(6_23) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀντιπάσχω''': μέλλ. -[[πείσομαι]]: ἀόρ. -έπᾰθον: - [[πάσχω]] καὶ [[αὐτός]], κακὰ (ἢ κακῶς) ἀντ., [[πάσχω]] κακὸν ἀντὶ κακοῦ, Ἀντιφῶν 126. 16· τί ἂν δράσειαν αὐτοὺς ὅ τι οὐκ ἂν μεῖζον ἀντιπάθοιεν; Θουκ. 6. 35· δρῶν [[ἀντιπάσχω]] χρηστά, εὐεργετοῦμαι δι’ εὐεργεσίας ἃς ἔπραξα, Σοφ. Φ. 584· εἰ εὖ ποιήσας... ἀντ’ εὖ πείσεται Πλάτ. Γοργ. 520Ε, (ἴδε ἐν λ. [[ἀντευπάσχω]]), καλὸν δὲ τὸ εὖ ποιεῖν, μὴ ἵνα ἀντιπάθῃ Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 8. 13, 8: - [[ὡσαύτως]], ἀντ. [[ἀντί]] τινος Θουκ. 3. 61: ἀπολ., [[πάσχω]] [[ἕνεκα]] τῶν πράξεών μου, Ξεν. Ἀν. 2. 5, 17. 2) τὸ [[ἀντιπεπονθός]], ἡ ἀμοιβαιότης, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5. 5, 1, κἑξ., ἀλλ’ ἐπὶ προσώπ., εὔνοιαν γὰρ ἐν ἀντιπεπονθόσι φιλίαν [[εἶναι]], ἐν περιστάσεσιν ἀμοιβαιότητος, [[αὐτόθι]] 8. 2, 3. 3) εὑρίσκομαι ἐν τῇ αὐτῇ σχέσει· [[πρός]] τι ὁ αὐτ. Μηχαν. 3. 2. ΙΙ. ἀντενεργῶ, τινὶ Διοσκ. 3. 70, 74. ΙΙΙ. εἶμαι ἀντιθέτου φύσεως [[πρός]], τινὶ Θεοφρ. Λιθ. 14, Πολύβ. 34. 9, 5. IV. ἀντιπεπονθότα, ῥήματα αὐτοπαθῆ, Διογ. Λ. 7. 64. | |lstext='''ἀντιπάσχω''': μέλλ. -[[πείσομαι]]: ἀόρ. -έπᾰθον: - [[πάσχω]] καὶ [[αὐτός]], κακὰ (ἢ κακῶς) ἀντ., [[πάσχω]] κακὸν ἀντὶ κακοῦ, Ἀντιφῶν 126. 16· τί ἂν δράσειαν αὐτοὺς ὅ τι οὐκ ἂν μεῖζον ἀντιπάθοιεν; Θουκ. 6. 35· δρῶν [[ἀντιπάσχω]] χρηστά, εὐεργετοῦμαι δι’ εὐεργεσίας ἃς ἔπραξα, Σοφ. Φ. 584· εἰ εὖ ποιήσας... ἀντ’ εὖ πείσεται Πλάτ. Γοργ. 520Ε, (ἴδε ἐν λ. [[ἀντευπάσχω]]), καλὸν δὲ τὸ εὖ ποιεῖν, μὴ ἵνα ἀντιπάθῃ Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 8. 13, 8: - [[ὡσαύτως]], ἀντ. [[ἀντί]] τινος Θουκ. 3. 61: ἀπολ., [[πάσχω]] [[ἕνεκα]] τῶν πράξεών μου, Ξεν. Ἀν. 2. 5, 17. 2) τὸ [[ἀντιπεπονθός]], ἡ ἀμοιβαιότης, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5. 5, 1, κἑξ., ἀλλ’ ἐπὶ προσώπ., εὔνοιαν γὰρ ἐν ἀντιπεπονθόσι φιλίαν [[εἶναι]], ἐν περιστάσεσιν ἀμοιβαιότητος, [[αὐτόθι]] 8. 2, 3. 3) εὑρίσκομαι ἐν τῇ αὐτῇ σχέσει· [[πρός]] τι ὁ αὐτ. Μηχαν. 3. 2. ΙΙ. ἀντενεργῶ, τινὶ Διοσκ. 3. 70, 74. ΙΙΙ. εἶμαι ἀντιθέτου φύσεως [[πρός]], τινὶ Θεοφρ. Λιθ. 14, Πολύβ. 34. 9, 5. IV. ἀντιπεπονθότα, ῥήματα αὐτοπαθῆ, Διογ. Λ. 7. 64. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> ἀντιπείσομαι, <i>ao.2</i> ἀντέπασχον;<br />éprouver à son tour <i>ou</i> en retour, éprouver la pareille (<i>en bien ou en mal</i>).<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[πάσχω]]. | |||
}} | }} |