κυματίζομαι: Difference between revisions

3
(6_20)
(3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κυμᾰτίζομαι''': Παθ., προσβάλλομαι ὑπὸ τῶν κυμάτων, [[οὔτε]] κυματιζόμεναι αἰσθάνονται (αἱ θήλειαι τῶν πολυπόδων) Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 37, 24· κυμαίνομαι, συνταράσσομαι ὡς τὰ κύματα, ἐν τῇ κοιλίᾳ κ τὰ σιτία Γαλην. 19. 717.
|lstext='''κυμᾰτίζομαι''': Παθ., προσβάλλομαι ὑπὸ τῶν κυμάτων, [[οὔτε]] κυματιζόμεναι αἰσθάνονται (αἱ θήλειαι τῶν πολυπόδων) Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 37, 24· κυμαίνομαι, συνταράσσομαι ὡς τὰ κύματα, ἐν τῇ κοιλίᾳ κ τὰ σιτία Γαλην. 19. 717.
}}
{{elru
|elrutext='''κῡμᾰτίζομαι:''' быть приводимым в волнение Arst.
}}
}}