κυματίζομαι

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῡμᾰτίζομαι Medium diacritics: κυματίζομαι Low diacritics: κυματίζομαι Capitals: ΚΥΜΑΤΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: kymatízomai Transliteration B: kymatizomai Transliteration C: kymatizomai Beta Code: kumati/zomai

English (LSJ)

Pass., to be agitated by the waves, Arist.HA622a18; toss about like waves, ἐν τῇ κοιλίᾳ κ. τὰ σιτία Gal.19.717; of the pulse, Id.8.482, 9.180. (Act. only late, Sch.E.Ph.1105.)

Greek (Liddell-Scott)

κυμᾰτίζομαι: Παθ., προσβάλλομαι ὑπὸ τῶν κυμάτων, οὔτε κυματιζόμεναι αἰσθάνονται (αἱ θήλειαι τῶν πολυπόδων) Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 37, 24· κυμαίνομαι, συνταράσσομαι ὡς τὰ κύματα, ἐν τῇ κοιλίᾳ κ τὰ σιτία Γαλην. 19. 717.

Russian (Dvoretsky)

κῡμᾰτίζομαι: быть приводимым в волнение Arst.