κρατοβρώς: Difference between revisions

21
(6_14)
(21)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κρᾱτοβρώς''': ὁ, ἡ, ὁ κατατρώγων τὰς κεφαλὰς ἢ τὸν ἐγκέφαλον, Λυκόφρ. 1066.
|lstext='''κρᾱτοβρώς''': ὁ, ἡ, ὁ κατατρώγων τὰς κεφαλὰς ἢ τὸν ἐγκέφαλον, Λυκόφρ. 1066.
}}
{{grml
|mltxt=[[κρατοβρώς]], -ῶτος, ὁ, ἡ (Α)<br />αυτός που κατατρώγει την [[κεφαλή]] ή τον εγκέφαλο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κράς]], [[κρατός]] (<i>ὁ</i>/<i>ἡ</i>) «[[κεφάλι]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>βρως</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βιβρώσκω]], «[[τρώγω]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αλι</i>-<i>βρώς</i>, <i>σαρκο</i>-<i>βρώς</i>].
}}
}}