κρατοβρώς

From LSJ

ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρᾱτοβρώς Medium diacritics: κρατοβρώς Low diacritics: κρατοβρώς Capitals: ΚΡΑΤΟΒΡΩΣ
Transliteration A: kratobrṓs Transliteration B: kratobrōs Transliteration C: kratovros Beta Code: kratobrw/s

English (LSJ)

βρῶτος, , ἡ, devourer of heads or brains, Lyc. 1066.

German (Pape)

[Seite 1503] ῶτος, das Haupt verschlingend, Lycophr. 1066.

Greek (Liddell-Scott)

κρᾱτοβρώς: ὁ, ἡ, ὁ κατατρώγων τὰς κεφαλὰς ἢ τὸν ἐγκέφαλον, Λυκόφρ. 1066.

Greek Monolingual

κρατοβρώς, -ῶτος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που κατατρώγει την κεφαλή ή τον εγκέφαλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κράς, κρατός (/) «κεφάλι» + -βρως (< βιβρώσκω, «τρώγω»), πρβλ. αλιβρώς, σαρκοβρώς].