κρατοβρώς
From LSJ
κρείσσων ἐναρχόμενος βοηθῶν καρδίᾳ τοῦ ἐπαγγελλομένου καὶ εἰς ἐλπίδα ἄγοντος· δένδρον γὰρ ζωῆς ἐπιθυμία ἀγαθή (Proverbs 13.12 LXX) → One who sincerely sets about helping is better than one who makes promises leading to hope; for a kindly urge is a tree of life.
English (LSJ)
βρῶτος, ὁ, ἡ, devourer of heads or brains, Lyc. 1066.
German (Pape)
[Seite 1503] ῶτος, das Haupt verschlingend, Lycophr. 1066.
Greek (Liddell-Scott)
κρᾱτοβρώς: ὁ, ἡ, ὁ κατατρώγων τὰς κεφαλὰς ἢ τὸν ἐγκέφαλον, Λυκόφρ. 1066.
Greek Monolingual
κρατοβρώς, -ῶτος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που κατατρώγει την κεφαλή ή τον εγκέφαλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κράς, κρατός (ὁ/ἡ) «κεφάλι» + -βρως (< βιβρώσκω, «τρώγω»), πρβλ. αλιβρώς, σαρκοβρώς].