κηνσοφύλαξ: Difference between revisions

From LSJ

μὴ τὴν ὄψιν καλλωπίζου, ἀλλ' ἐν τοῖς ἐπιτηδεύμασιν ἴσθι καλός → Don't beautify your face, but be beautiful in your habits (Thales, in Diog. Laertius 1.37)

Source
(6_15)
 
(20)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''κηνσοφύλαξ''': ὁ, ὁ τῶν κήνσων [[φύλαξ]], Νεῖλ. σ. 268Β. 461Α., 1020Β., 1060C, Ἰουστινιαν. Νεαρ. 17. 8, πρβλ. [[κήνσωρ]]. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «κηνσήτωρ· ὁ τὴν γῆν μετρῶν».
|lstext='''κηνσοφύλαξ''': ὁ, ὁ τῶν κήνσων [[φύλαξ]], Νεῖλ. σ. 268Β. 461Α., 1020Β., 1060C, Ἰουστινιαν. Νεαρ. 17. 8, πρβλ. [[κήνσωρ]]. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «κηνσήτωρ· ὁ τὴν γῆν μετρῶν».
}}
{{grml
|mltxt=[[κηνσοφύλαξ]], -ακος, ό (ΑΜ)<br />ο [[φύλακας]] τών κήνσων, [[φορολογικός]] [[υπάλληλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κῆνσος]] (<span style="color: red;"><</span> λατ. <i>census</i>) <span style="color: red;">+</span> -[[φύλαξ]] (<span style="color: red;"><</span> [[φύλαξ]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αρχειο</i>-[[φύλαξ]], <i>θησαυρο</i>-[[φύλαξ]]. Απόδοση του λατ. <i>custos census</i>].
}}
}}

Revision as of 06:39, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

κηνσοφύλαξ: ὁ, ὁ τῶν κήνσων φύλαξ, Νεῖλ. σ. 268Β. 461Α., 1020Β., 1060C, Ἰουστινιαν. Νεαρ. 17. 8, πρβλ. κήνσωρ. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «κηνσήτωρ· ὁ τὴν γῆν μετρῶν».

Greek Monolingual

κηνσοφύλαξ, -ακος, ό (ΑΜ)
ο φύλακας τών κήνσων, φορολογικός υπάλληλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κῆνσος (< λατ. census) + -φύλαξ (< φύλαξ), πρβλ. αρχειο-φύλαξ, θησαυρο-φύλαξ. Απόδοση του λατ. custos census].