κατεξενωμένος: Difference between revisions

From LSJ

ἔστι δίκης ὀφθαλμός ὃς τά πανθ' ὁρᾶ → there is an eye of justice that sees everything, all-seeing justice

Source
(6_12)
 
(5)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατεξενωμένος''': ἴδε [[καταξενόω]].
|lstext='''κατεξενωμένος''': ἴδε [[καταξενόω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κατεξενωμένος:''' Παθ. μτχ. παρακ. του κατα-[[ξενόω]].
}}
}}

Revision as of 23:44, 30 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

κατεξενωμένος: ἴδε καταξενόω.

Greek Monotonic

κατεξενωμένος: Παθ. μτχ. παρακ. του κατα-ξενόω.