3,274,216
edits
(6_7) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀεροειδής''': -ές, [ᾱ], Ἐπ. καὶ Ἰων. [[ἠεροειδής]], ές. Ὅμοιος τῷ στερεώματι ἢ τῷ ἀέρι, Πλάτ. Τίμ. 78C, Ἀριστ. περὶ Γεν. καὶ Φθορ. 2. 3, 5: -ἔχων τὸ [[χρῶμα]] τοῦ ἀέρος, τοῦ στερεώματος, ὁ αὐτ. π. Χρωμ. 3, 8· πρβλ. [[ἀερώδης]]. - Περὶ τῆς Ὁμηρ. χρήσεως τῆς λέξεως ἴδε [[ἠεροειδής]]. | |lstext='''ἀεροειδής''': -ές, [ᾱ], Ἐπ. καὶ Ἰων. [[ἠεροειδής]], ές. Ὅμοιος τῷ στερεώματι ἢ τῷ ἀέρι, Πλάτ. Τίμ. 78C, Ἀριστ. περὶ Γεν. καὶ Φθορ. 2. 3, 5: -ἔχων τὸ [[χρῶμα]] τοῦ ἀέρος, τοῦ στερεώματος, ὁ αὐτ. π. Χρωμ. 3, 8· πρβλ. [[ἀερώδης]]. - Περὶ τῆς Ὁμηρ. χρήσεως τῆς λέξεως ἴδε [[ἠεροειδής]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br /><i>épq. et ion.</i> [[ἠεροειδής]];<br /><b>1</b> qui a la couleur de l’air, <i>càd</i> d’un bleu sombre, <i>en particulier de la mer</i> ; sombre, obscur (antre, caverne, <i>etc.</i>);<br /><b>2</b> qui se perd dans les airs, indistinct, confus.<br />'''Étymologie:''' [[ἀήρ]], [[εἶδος]]. | |||
}} | }} |