ἐγκάρσιος: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_4)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐγκάρσιος''': -α, -ον, [[πλάγιος]], [[λοξός]], Λατ. transversus, Θουκ. 2. 76., 6. 99· ἐπὶ τῆς ἐλλειπτικῆς, Ἀριστ. Κόσμ. 2. 7. ― Ἐπίρρ. -ως, Ἐκκλ.· ἴδε τὴν λέξιν ἐπικάρσιος ἐν τέλ.
|lstext='''ἐγκάρσιος''': -α, -ον, [[πλάγιος]], [[λοξός]], Λατ. transversus, Θουκ. 2. 76., 6. 99· ἐπὶ τῆς ἐλλειπτικῆς, Ἀριστ. Κόσμ. 2. 7. ― Ἐπίρρ. -ως, Ἐκκλ.· ἴδε τὴν λέξιν ἐπικάρσιος ἐν τέλ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />oblique.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[κάρ]]¹.
}}
}}