δικραιόομαι: Difference between revisions

big3_11
(6_20)
(big3_11)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''δικραιόομαι''': παθ., σχίζομαι εἰς δύο, διχάζομαι, διορθωθὲν παρ’ Ἱππ. 276, 43., 1035Α, ἐκ τοῦ Ἐρωτιανοῦ· ― δίκραιος, ον, ([[κεραία]]), [[δισχιδής]], [[δίκρανος]], ὁ αὐτ. 411. 5, 10, κ. ἀλλ.· ― δικραιότης, ητος, ἡ, τὸ [[εἶναι]] δίκραιον, ὁ αὐτ. 411. 5. Πρβλ. [[δίκροος]].
|lstext='''δικραιόομαι''': παθ., σχίζομαι εἰς δύο, διχάζομαι, διορθωθὲν παρ’ Ἱππ. 276, 43., 1035Α, ἐκ τοῦ Ἐρωτιανοῦ· ― δίκραιος, ον, ([[κεραία]]), [[δισχιδής]], [[δίκρανος]], ὁ αὐτ. 411. 5, 10, κ. ἀλλ.· ― δικραιότης, ητος, ἡ, τὸ [[εἶναι]] δίκραιον, ὁ αὐτ. 411. 5. Πρβλ. [[δίκροος]].
}}
{{DGE
|dgtxt=[[dividirse]], [[bifurcarse]] (ἡ ἡπατῖτις) παρὰ τὰς ἐσχάτας δύο πλευρὰς ἐδικραιώθη Hp.<i>Epid</i>.2.4.1.
}}
}}