ἐπερέφω: Difference between revisions

13
(6_14)
(13)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπερέφω''': μέλλ. -ψω, [[στεγάζω]], [[σκεπάζω]], ἐπιθέτω ὀροφὴν ἢ κοσμῶ, εἴποτέ τοι χαρίεντ’ ἐπὶ νηὸν ἔρεψα, «ὠρόφωσα, ἐστεφάνωσα» (Σχόλ.), Ἰλ. Α. 39· πρβλ. [[ἐρέφω]].
|lstext='''ἐπερέφω''': μέλλ. -ψω, [[στεγάζω]], [[σκεπάζω]], ἐπιθέτω ὀροφὴν ἢ κοσμῶ, εἴποτέ τοι χαρίεντ’ ἐπὶ νηὸν ἔρεψα, «ὠρόφωσα, ἐστεφάνωσα» (Σχόλ.), Ἰλ. Α. 39· πρβλ. [[ἐρέφω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐπερέφω]] (Α)<br />[[στεγάζω]] («εἴ [[ποτέ]] τοι χαρίεντ' ἐπὶ νηὸν ἔρεψα», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[ερέφω]] «[[στεγάζω]]»].
}}
}}