ἐπερέφω
From LSJ
Κέρδος πονηρὸν μηδέποτε βούλου λαβεῖν → Ex non honesto lucra sectari cave → Hab nie den Wunsch, unredlichen Gewinn zu ziehn
English (LSJ)
put a cover upon, roof, εἴ ποτέ τοι χαρίεντ' ἐπὶ νηὸν ἔρεψα Il.1.39.
German (Pape)
[Seite 917] unter Dach bringen, fertig bauen, ἐπὶ νηὸν ἔρεψα Il. 1, 39, s. ἐρέφω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπερέφω: подводить под крышу, т. е. воздвигать (νηόν Hom. - in tmesi).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπερέφω: μέλλ. -ψω, στεγάζω, σκεπάζω, ἐπιθέτω ὀροφὴν ἢ κοσμῶ, εἴποτέ τοι χαρίεντ’ ἐπὶ νηὸν ἔρεψα, «ὠρόφωσα, ἐστεφάνωσα» (Σχόλ.), Ἰλ. Α. 39· πρβλ. ἐρέφω.
Greek Monolingual
ἐπερέφω (Α)
στεγάζω («εἴ ποτέ τοι χαρίεντ' ἐπὶ νηὸν ἔρεψα», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ερέφω «στεγάζω»].
Greek Monotonic
ἐπερέφω: μέλ. -ψω, καλύπτω, σκεπάζω ή στολίζω, διακοσμώ, σε Ομήρ. Ιλ.