βρισάρματος: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_15)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''βρῑσάρματος''': -ον, ([[βρίθω]]) ὁ βαρύνων, πιέζων ὑπὸ τὸ βάρος του τὸ ἅρμα, ἐπίθ. τοῦ Ἄρεως, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 441, Ὕμν. Ὁμ. 7. 1.
|lstext='''βρῑσάρματος''': -ον, ([[βρίθω]]) ὁ βαρύνων, πιέζων ὑπὸ τὸ βάρος του τὸ ἅρμα, ἐπίθ. τοῦ Ἄρεως, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 441, Ὕμν. Ὁμ. 7. 1.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui fait plier un char sous son poids.<br />'''Étymologie:''' [[βρίθω]], [[ἅρμα]].
}}
}}