βρισάρματος

From LSJ

Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück

Menander, Monostichoi, 125
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βρῑσάρμᾰτος Medium diacritics: βρισάρματος Low diacritics: βρισάρματος Capitals: ΒΡΙΣΑΡΜΑΤΟΣ
Transliteration A: brisármatos Transliteration B: brisarmatos Transliteration C: vrisarmatos Beta Code: brisa/rmatos

English (LSJ)

βρισάρματον, (βρίθω) chariot-pressing, epithet of Ares, Hes.Sc. 441, h.Hom.8.1: (Θῆβαι) Pi.Dith.Oxy.1604 Fr.1 ii 26.

Spanish (DGE)

(βρῑσάρμᾰτος) -ον
1 que doblega con su peso los carros Ἄρης Hes.Sc.441, h.Hom.8.1.
2 abundante en carros Θῆβαι Pi.Fr.70b.26.

German (Pape)

[Seite 464] Ἄρης, den Wagen belastend, Hes. Sc. 441; H. h. 7, 1.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui fait plier un char sous son poids.
Étymologie: βρίθω, ἅρμα.

Russian (Dvoretsky)

βρῑσάρματος: βρίθω давящий колесницу, т. е. не покидающий боевой колесницы (эпитет Арея) HH, Hes.

Greek (Liddell-Scott)

βρῑσάρματος: -ον, (βρίθω) ὁ βαρύνων, πιέζων ὑπὸ τὸ βάρος του τὸ ἅρμα, ἐπίθ. τοῦ Ἄρεως, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 441, Ὕμν. Ὁμ. 7. 1.

English (Slater)

βρῑσάρμᾰτος, ον
1 powerful with its chariots (cf. βρίθω
a) βρισαρμάτοις ο[ (sc. Θήβαις. fr. 323 huc revocavit Snell) Δ. 2. 26.

Greek Monolingual

βρισάρματος, -ον (Α)
εκείνος που πιέζει με το βάρος του το άρμα, σπουδαίος αρματοδρόμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) βρισ- (αόρ. έβρισα) του ρ. βρίθω + άρμα (-ατος)].

Greek Monotonic

βρῑσάρμᾰτος: -ον (βρίθω), αυτός που πιέζει με το βάρος του το άρμα, σε Ησίοδ.

Middle Liddell

βρίθω
chariot-loading, Hes.