καπηλίς: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_12)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κᾰπηλίς''': -ίδος, ἡ, θηλ. τοῦ [[κάπηλος]], Λατ. copa, Ἀριστοφ. Θεσμ. 347, Πλ. 435, 1120· - [[ὡσαύτως]] φέρεται κάπηλις Οἰνόμ. παρ’ Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 259Α, πρβλ. Ἀρκάδ. 31.
|lstext='''κᾰπηλίς''': -ίδος, ἡ, θηλ. τοῦ [[κάπηλος]], Λατ. copa, Ἀριστοφ. Θεσμ. 347, Πλ. 435, 1120· - [[ὡσαύτως]] φέρεται κάπηλις Οἰνόμ. παρ’ Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 259Α, πρβλ. Ἀρκάδ. 31.
}}
{{bailly
|btext=ίδος (ἡ) :<br />marchande en détail, <i>particul.</i> cabaretière.<br />'''Étymologie:''' [[κάπηλος]].
}}
}}