Anonymous

καπηλίς: Difference between revisions

From LSJ
19
(Bailly1_3)
(19)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ίδος (ἡ) :<br />marchande en détail, <i>particul.</i> cabaretière.<br />'''Étymologie:''' [[κάπηλος]].
|btext=ίδος (ἡ) :<br />marchande en détail, <i>particul.</i> cabaretière.<br />'''Étymologie:''' [[κάπηλος]].
}}
{{grml
|mltxt=[[καπηλίς]] και κάπηλις, ἡ (A, AM και καπήλισσα) [[κάπηλος]]<br />(θηλ. του [[κάπηλος]]) η [[γυναίκα]] που διηύθυνε [[καπηλειό]] ή εργαζόταν σε [[καπηλειό]]<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>στον πληθ. ως κύριο όν.</b>) <i>αἱ Καπηλίδες</i><br />[[τίτλος]] έργου του Θεοπόμπου.
}}
}}