πηχύνομαι: Difference between revisions

From LSJ

κραδία δὲ φόβῳ φρένα λακτίζει → my heart knocks at my ribs

Source
(6_14)
 
(6)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''πηχύνομαι''': μέσ., [[λαμβάνω]] ἀνὰ χεῖρας, [[ἐναγκαλίζομαι]], χείρεσσι Ριανὸς ἐν Ἀνθ. Π. 12. 121, Ὀππ. Ἁλ. 4. 286, Νόνν. Δ. 9. 30· ― ὁ Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 972 χρῆται τῷ ἐνεργ. πηχύνω ἐπὶ ὁμοίας ἐννοίας, πρβλ. Νόνν. Δ. 25. 177.
|lstext='''πηχύνομαι''': μέσ., [[λαμβάνω]] ἀνὰ χεῖρας, [[ἐναγκαλίζομαι]], χείρεσσι Ριανὸς ἐν Ἀνθ. Π. 12. 121, Ὀππ. Ἁλ. 4. 286, Νόνν. Δ. 9. 30· ― ὁ Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 972 χρῆται τῷ ἐνεργ. πηχύνω ἐπὶ ὁμοίας ἐννοίας, πρβλ. Νόνν. Δ. 25. 177.
}}
{{lsm
|lsmtext='''πηχύνομαι:''' [ῡ], Μέσ., [[παίρνω]] [[ανάμεσα]] στα χέρια μου, [[εναγκαλίζομαι]], σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 01:04, 31 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

πηχύνομαι: μέσ., λαμβάνω ἀνὰ χεῖρας, ἐναγκαλίζομαι, χείρεσσι Ριανὸς ἐν Ἀνθ. Π. 12. 121, Ὀππ. Ἁλ. 4. 286, Νόνν. Δ. 9. 30· ― ὁ Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 972 χρῆται τῷ ἐνεργ. πηχύνω ἐπὶ ὁμοίας ἐννοίας, πρβλ. Νόνν. Δ. 25. 177.

Greek Monotonic

πηχύνομαι: [ῡ], Μέσ., παίρνω ανάμεσα στα χέρια μου, εναγκαλίζομαι, σε Ανθ.