εναγκαλίζομαι

From LSJ

ἡδονὴ μὲν γὰρ ἁπάντων ἀλαζονίστατον → pleasure is the greatest of impostors, pleasure is the most shameless thing of all

Source

Greek Monolingual

(AM ἐναγκαλίζομαι)
1. παίρνω ή σφίγγω στην αγκαλιά μου, αγκαλιάζω
2. ενστερνίζομαι, προσοικειώνομαι κάτι, ακολουθώ με ζήλο («τὴν ὁμηρικὴν ἀσέβειαν ἐνηγκαλίσατο φιλοστόργως», Ηράκλειτ.)
αρχ.
1. περιβάλλω κυκλικά
2. μέσ. περιβάλλομαι από κάτι («τὰ νέφη... ταῖς ήλιακαῖς ἀκτῖσιν ἐναγκαλιζόμενα», Ηράκλειτ.).