αἰσχρουργία: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_11)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''αἰσχρουργία''': ἡ, συνηρ. [[ἀντί]] τοῦ αἰσχροεργία, [[ἀναίσχυντος]] [[διαγωγή]], Εὐρ. Βάκχ. 1066· πληθ. Εὐσέβ. Ἐκκλ. Ἱστ. 8. 14, 12. ΙΙ. [[ἀκολασία]], τὸ πράττειν τὰ αἰσχρά, Αἰσχίν. 41. 13.
|lstext='''αἰσχρουργία''': ἡ, συνηρ. [[ἀντί]] τοῦ αἰσχροεργία, [[ἀναίσχυντος]] [[διαγωγή]], Εὐρ. Βάκχ. 1066· πληθ. Εὐσέβ. Ἐκκλ. Ἱστ. 8. 14, 12. ΙΙ. [[ἀκολασία]], τὸ πράττειν τὰ αἰσχρά, Αἰσχίν. 41. 13.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />action honteuse.<br />'''Étymologie:''' [[αἰσχρός]], [[ἔργον]].
}}
}}