αἰσχρουργία

From LSJ

Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei

Menander, Monostichoi, 277
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἰσχρουργία Medium diacritics: αἰσχρουργία Low diacritics: αισχρουργία Capitals: ΑΙΣΧΡΟΥΡΓΙΑ
Transliteration A: aischrourgía Transliteration B: aischrourgia Transliteration C: aischrourgia Beta Code: ai)sxrourgi/a

English (LSJ)

ἡ,
A shameless conduct, E.Ba.1062: pl., D.Chr.4.102.
II obscenity, Aeschin.2.99, cf. Plu.2.1044b.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
1 conducta obscena μαινάδων E.Ba.1062, cf. Aeschin.2.99.
2 acción obscena, obscenidad ἅπτομαι αἰσχρουργίας Plu.2.1044b, cf. Luc.Pseudol.27, D.Chr.4.102.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
action honteuse.
Étymologie: αἰσχρός, ἔργον.

Greek (Liddell-Scott)

αἰσχρουργία: ἡ, συνηρ. ἀντί τοῦ αἰσχροεργία, ἀναίσχυντος διαγωγή, Εὐρ. Βάκχ. 1066· πληθ. Εὐσέβ. Ἐκκλ. Ἱστ. 8. 14, 12. ΙΙ. ἀκολασία, τὸ πράττειν τὰ αἰσχρά, Αἰσχίν. 41. 13.

Greek Monolingual

η (Α αἰσχρουργία) αἰσχρουργός
1. αναίσχυντη διαγωγή
2. αισχρή πράξη, ακολασία.

Greek Monotonic

αἰσχρουργία: ἡ (*ἔργω), ξεδιάντροπη συμπεριφορά, αναίσχυντη διαγωγή, σε Ευρ.

Middle Liddell

[*ἔργω
shameless conduct, Eur.

German (Pape)

ἡ, Schandtat, Unzucht, Xen. Lac. 3.6; Eur. Bacch. 1015; Aesch. 2.99, neben κιναιδία, und Sp.