3,277,020
edits
(6_19) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''αὐθέντης''': -ου, ὁ, συνεσταλμένον ἐκ τοῦ [[αὐτοέντης]], ([[ὅπερ]] μεταχειρίζεται ὁ Σοφ.), ὁ πράττων τι ἰδίαις χερσίν, [[αὐτόχειρ]] [[φονεύς]], [[ὅκως]]... [[μήτε]] θυγατρὶ τῇ σῇ [[μήτε]] αὐτῷ σοι [[εἴην]] [[αὐθέντης]] Ἡρόδ. 1. 117, Εὐρ. Ρῆσ. 873, Θουκ. 3. 58· τινὸς Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1359: - ὁ ἑαυτὸν ἀποκτείνων, [[αὐτόχειρ]], Ἀντιφῶν 122, ἐν τέλ.: γενικώτερον, ἡ [[λέξις]] τίθεται καὶ ἐπὶ τοῦ υἱοῦ τοῦ φονεύσαντός τινα, Εὐρ. Ἀνδρ. 172. 2) ὁ [[πρωτουργός]], ὁ πραγματικὸς ἐκτελεστὴς οἱασδήποτε πράξεως, Πολύβ. 23. 14. 2. Διόδ. 16. 61· πρβλ. Λοβ. Φρύν. 120. 3) [[ἀπόλυτος]] [[κύριος]], [[δεσπότης]], Χρησμ. Σιβυλλ. 7. 69., 8. 309· (ἀντὶ τοῦ [[δῆμος]] [[αὐθέντης]] χθονὸς ἐν Εὐρ. Ἱκ. 442, ὁ Markland διορθοῖ [[εὐθυντής]]). ΙΙ. ὡς ἐπίθ., [[αὐθέντης]] [[φόνος]], αὐθένται θάνατοι, [[φόνος]] ἐκτελεσθεὶς ὑπό τινος τῶν ἐκ τῆς αὐτῆς οἰκογενείας, Αἰσχύλ. Εὐμ. 212, Ἀγ. 1572. - Ἐπίρρ. αὐθεντῶς (παρὰ τοὺς κανόνας τῆς Ἑλλ. γλωσσ.), εὕρηται ἐν Εὐστ. Πονημ. 40. 51, κ. ἀλλ. (Τὸ δεύτερον συνθετικὸν τῆς λέξεως ἕντης, [[ὅπερ]] [[ὡσαύτως]] φαίνεται ἐν τῷ «[[συνέντης]]· συνεργὸς» παρ’ Ἡσυχίῳ, ἀπωλέσθη). | |lstext='''αὐθέντης''': -ου, ὁ, συνεσταλμένον ἐκ τοῦ [[αὐτοέντης]], ([[ὅπερ]] μεταχειρίζεται ὁ Σοφ.), ὁ πράττων τι ἰδίαις χερσίν, [[αὐτόχειρ]] [[φονεύς]], [[ὅκως]]... [[μήτε]] θυγατρὶ τῇ σῇ [[μήτε]] αὐτῷ σοι [[εἴην]] [[αὐθέντης]] Ἡρόδ. 1. 117, Εὐρ. Ρῆσ. 873, Θουκ. 3. 58· τινὸς Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1359: - ὁ ἑαυτὸν ἀποκτείνων, [[αὐτόχειρ]], Ἀντιφῶν 122, ἐν τέλ.: γενικώτερον, ἡ [[λέξις]] τίθεται καὶ ἐπὶ τοῦ υἱοῦ τοῦ φονεύσαντός τινα, Εὐρ. Ἀνδρ. 172. 2) ὁ [[πρωτουργός]], ὁ πραγματικὸς ἐκτελεστὴς οἱασδήποτε πράξεως, Πολύβ. 23. 14. 2. Διόδ. 16. 61· πρβλ. Λοβ. Φρύν. 120. 3) [[ἀπόλυτος]] [[κύριος]], [[δεσπότης]], Χρησμ. Σιβυλλ. 7. 69., 8. 309· (ἀντὶ τοῦ [[δῆμος]] [[αὐθέντης]] χθονὸς ἐν Εὐρ. Ἱκ. 442, ὁ Markland διορθοῖ [[εὐθυντής]]). ΙΙ. ὡς ἐπίθ., [[αὐθέντης]] [[φόνος]], αὐθένται θάνατοι, [[φόνος]] ἐκτελεσθεὶς ὑπό τινος τῶν ἐκ τῆς αὐτῆς οἰκογενείας, Αἰσχύλ. Εὐμ. 212, Ἀγ. 1572. - Ἐπίρρ. αὐθεντῶς (παρὰ τοὺς κανόνας τῆς Ἑλλ. γλωσσ.), εὕρηται ἐν Εὐστ. Πονημ. 40. 51, κ. ἀλλ. (Τὸ δεύτερον συνθετικὸν τῆς λέξεως ἕντης, [[ὅπερ]] [[ὡσαύτως]] φαίνεται ἐν τῷ «[[συνέντης]]· συνεργὸς» παρ’ Ἡσυχίῳ, ἀπωλέσθη). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> qui accomplit de sa main un meurtre, meurtrier;<br /><b>2</b> que l’on accomplit de sa main : [[αὐθέντης]] [[θάνατος]], [[φόνος]] ESCHL meurtre accompli sur qqn par la main d’un propre parent.<br />'''Étymologie:''' contr. de [[αὐτοέντης]] de [[αὐτός]], [[ἁνύω]] (DELG). | |||
}} | }} |