αὐθέντης
English (LSJ)
αὐθέντου, ὁ, (cf. αὐτοέντης)
A murderer, Hdt.1.117, E.Rh.873, Th.3.58; τινός E.HF1359, A.R.2.754; suicide, Antipho 3.3.4, D.C.37.13: more loosely, one of a murderer's family, E.Andr.172.
2 perpetrator, author, πράξεως Plb.22.14.2; ἱεροσυλίας D.S.16.61: generally, doer, Alex.Rh.p.2S.; master, δῆμος αὐθέντης χθονός E.Supp.442; voc. αὐθέντα ἥλιε PMag.Leid.W.6.46; condemned by Phryn.96.
3 as adjective, ὅμαιμος αὐθέντης φόνος, αὐθένται θάνατοι, murder by one of the same family, A.Eu.212, Ag.1572 (lyr.). (For αὐτοέντης, cf. συνέντης, ἁνύω; root sen-, sṇ-.)
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
• Alolema(s): lat. autenta Fulg.102.19, 163.10
A como subst.
I 1responsable de una muerte, asesino, homicida ἐγὼ ... μήτε αὐτῷ εἴην αὐθέντης Hdt.1.117, αὐθεντῶν χέρες E.Rh.873, παρὰ τοῖς αὐθένταις πατέρας ... καταλείψετε; Th.3.58, αὐθένται Ἀμύκοιο A.R.2.754, ἐπ' αὐθένταισιν οὐκ ἀμήχανος (σκύλαξ) SHell.977.15
•de crímenes en la misma familia αὐ. παίδων ... ἐμῶν E.HF 1359, τέκν' αὐθέντου πάρα τίκτειν E.Andr.172, αὐθένται γονεῖς LXX Sap.12.6.
2 suicida αὐ. προσκαταγνωσθείς Antipho 3.3.4, φαρμάκῳ ... καὶ ξίφει αὐ. D.C.37.13.4, cf. Phryn.89.
II1autor, responsable τῆς πράξεως Plb.22.14.2, τῆς ἱεροσυλίας D.S.16.61.
2 el que tiene autoridad o dominio en algo, maestro, oficial τὸ κοινὸν τῶν αὐθεντῶν PLeit.13.21 (III d.C.)
•maestro, soberano: uatum ... autenta Fulg.102.19, secretorum au. Fulg.163.10, αὐθέντα Ἥλιε PMag.13.258
•αὐθένται τῶν νόμων iuris doctores, Gloss.2.94, paterfamilias, Gloss.3.304; cf. αὐτάντας.
B como adj.
1 parricida, que comporta parricidio ὅμαιμος αὐ. φόνος A.Eu.212, θάνατοι A.A.1573, αὐ. καὶ παλαμναῖος χείρ Them.Or.4.56c.
2 oficial, jefe βιβλιοφύλακες SB 7.404.45 (II d.C.), στιπουργός PGrenf.2.86.8 (VI d.C.).
• Etimología: Comp. de αὐτός y un tema *ἔντης, de la misma raíz, que ἀνύω q.u. Tb. ha podido influir θείνω en el sent.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 qui accomplit de sa main un meurtre, meurtrier;
2 que l'on accomplit de sa main : αὐθέντης θάνατος, φόνος ESCHL meurtre accompli sur qqn par la main d'un propre parent.
Étymologie: contr. de αὐτοέντης de αὐτός, ἁνύω (DELG).
German (Pape)
ὁ, zusammengezogen aus αὐτοέντης (ἔντεα), unumschränkter Herr, Gewalthaber, χθονός Eur. Suppl. 458; Sp.; wer Andern Macht wozu erteilt, Urheber, πράξεως Pol. 23.14; ἱεροσυλίας DS. 16.62; τῶν ἀνομημάτων 17.4; Urheber eines Mordes, Antiph. III γ 4; wer den Mord mit eigener Hand vollbringt, Mörder, Her. 1.117; Thuc. 3.58; Eur. Rhes. 873 und öfter; aber φόνος, θάνατος αὐθ., mit eigener Hand vollbracht, Aesch. Eum. 203, Ag. 1554 Eur. Herc.Fur. 839.
Russian (Dvoretsky)
αὐθέντης:
I поэт. тж. αὐτοέντης, ου adj. ἄνυμι обращенный на своих, т. е. братоубийственный: αὐ. θάνατος Aesch. или φόνος Aesch., Eur. убийство, совершенное над близким родственником.
II поэт. тж. αὐτοέντης, ου ὁ
1 самовластный повелитель, властелин (χθονός Eur.);
2 непосредственный виновник (πράξεως Polyb.; ἀνομημάτων Diod.);
3 убийца Her., Thuc., Eur.
Greek (Liddell-Scott)
αὐθέντης: -ου, ὁ, συνεσταλμένον ἐκ τοῦ αὐτοέντης, (ὅπερ μεταχειρίζεται ὁ Σοφ.), ὁ πράττων τι ἰδίαις χερσίν, αὐτόχειρ φονεύς, ὅκως... μήτε θυγατρὶ τῇ σῇ μήτε αὐτῷ σοι εἴην αὐθέντης Ἡρόδ. 1. 117, Εὐρ. Ρῆσ. 873, Θουκ. 3. 58· τινὸς Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1359: - ὁ ἑαυτὸν ἀποκτείνων, αὐτόχειρ, Ἀντιφῶν 122, ἐν τέλ.: γενικώτερον, ἡ λέξις τίθεται καὶ ἐπὶ τοῦ υἱοῦ τοῦ φονεύσαντός τινα, Εὐρ. Ἀνδρ. 172. 2) ὁ πρωτουργός, ὁ πραγματικὸς ἐκτελεστὴς οἱασδήποτε πράξεως, Πολύβ. 23. 14. 2. Διόδ. 16. 61· πρβλ. Λοβ. Φρύν. 120. 3) ἀπόλυτος κύριος, δεσπότης, Χρησμ. Σιβυλλ. 7. 69., 8. 309· (ἀντὶ τοῦ δῆμος αὐθέντης χθονὸς ἐν Εὐρ. Ἱκ. 442, ὁ Markland διορθοῖ εὐθυντής). ΙΙ. ὡς ἐπίθ., αὐθέντης φόνος, αὐθένται θάνατοι, φόνος ἐκτελεσθεὶς ὑπό τινος τῶν ἐκ τῆς αὐτῆς οἰκογενείας, Αἰσχύλ. Εὐμ. 212, Ἀγ. 1572. - Ἐπίρρ. αὐθεντῶς (παρὰ τοὺς κανόνας τῆς Ἑλλ. γλωσσ.), εὕρηται ἐν Εὐστ. Πονημ. 40. 51, κ. ἀλλ. (Τὸ δεύτερον συνθετικὸν τῆς λέξεως ἕντης, ὅπερ ὡσαύτως φαίνεται ἐν τῷ «συνέντης· συνεργὸς» παρ’ Ἡσυχίῳ, ἀπωλέσθη).
Greek Monolingual
βλ. αφέντης.
Greek Monotonic
αὐθέντης: -ου, ὁ, συνηρ. του αὐτοέντης·
I. 1. αυτός που κάνει οτιδήποτε με το χέρι του, αυτουργός, πραγματικός δολοφόνος, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.· γενικά, κάποιος από την οικογένεια του δολοφόνου, στον ίδ.
II. ως επίθ., αὐθέντης φόνος, αὐθένται θάνατοι, φόνος που εκτελέστηκε από κάποιον της ίδιας της οικογένειας, σε Αισχύλ. (το συνθετικό -έντης έχει αμφίβ. προέλ.).
Frisk Etymological English
-ου
Grammatical information: m.
Meaning: author, perpetrator, also murderer (Hdt.).
Origin: IE [Indo-European] [906] *senH- prepare, complete
Etymology: The forms αὐτο-έντης (S.) and συνέντης συνεργός H. point to *ἕντης, the full grade of the root in ἁνύω realize, complete, combined with αὐτός. The root is aniṭ from forms where the laryngeal was lost before vowel, Rikov, Orpheus 4 (1994) 63 - 66. The meaning murderer hardly as a euphemism (nor through association with θείνω, s. Fraenkel Nom. ag. 1, 237ff.). - Improbable Kretschmer Glotta 3, 289ff. and 4, 340) . - On the later history s. DELG.
Middle Liddell
[The part -έντης is of uncertain deriv.] [contr. for αὐθοέντης]
I. one who does anything with his own hand, an actual murderer, Hdt., Eur., etc.:—more loosely, one of a murderer's family, Eur.
2. an absolute master, autocrat, Eur.
II. as adj., αὐθέντης φόνος, αὐθένται θάνατοι murder by one of the same family, Aesch.
Frisk Etymology German
αὐθέντης: -ου
{authéntēs}
Grammar: m.
Meaning: Urheber, Ausführer, Selbstherr, auch Mörder, vgl. unten (Hdt., Trag., Antipho, Thuk., Plb. usw.).
Derivative: Ableitungen, alle nachklass. und spät: Fem. αὐθέντρια = κυρία (Lydien; zur Bildung Chantraine Formation 106); αυθεντία Machtvollkommenheit, Selbstherrschaft (LXX, Pap. usw.); αὐθεντικός zuverlässig, richtig, authentisch (Pap. u. a.). Denominativa: 1. αὐθεντέω ‘Herr sein über etwas, zu etwas berechtigt sein’ (Pap., NT) mit αὐθέντημα· auctoramentum (Gloss.); 2. αὐθεντίζω trans. ‘etwas in seinem Machtbereich haben’ (BGU 103, 3).
Etymology: Die Nebenform αὐτοέντης (S. OT 107, nach den Sch. auch El. 272) ebenso wie das gleichgebildete συνέντης· συνεργός H. lassen auf ein Hinterglied *ἕντης schließen, das die Vollstufe der in ἁνύω zustande bringen, vollbringen vorliegenden Wurzel enthalten kann; αὐθέντης wäre somit eine Zusammenbildung von αυτός und dem betreffenden Verb mittels des Suffixes -της = ‘der selbst etwas vollbringt’. Die Bedeutung Mörder kann entweder als Euphemismus erklärt werden oder durch Assoziation mit θείνω entstanden sein, s. Fraenkel Nom. ag. 1, 237ff., wo ausführlich über Bedeutungsgeschichte und Verbreitung. — Anders Kretschmer Glotta 3, 289ff. (s. auch 4, 340): in αὐθέντης seien zwei Wörter zusammengefallen, *αὐτοθέντης zu θείνω (durch Haplologie) und *αὐτἕντης mit unklarem Hinterglied. — Zur Geschichte von αὐθέντης im Neugr. und Türkischen s. auch Maidhof Glotta 10, 10 m. Lit.
Page 1,185
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
(=αὐτός πού φονεύει μέ τά ἴδια τά χέρια του, δεσπότης, ἀπόλυτος κύριος). Ἀντί τοῦ αὐτοέντης (αὐτός + ἕντης), τοῦ ἄνυμι (=φθάνω στό τέλος). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα ἀνύω.
Léxico de magia
ὁ soberano φάνηθί μοι, ὁ ἀρχάγγελος τῶν ὑπὸ τὸν κόσμον, αὐθέντα Ἥλιε muéstrate a mí, el arcángel de los que están bajo el cosmos, soberano Helios P XIII 258
Lexicon Thucydideum
Translations
murderer
Afrikaans: moordenaar; Alabama: aatiibi; Albanian: vrasës, vrasëse; Arabic: قَاتِل, قَاتِلَة; Armenian: մարդասպան; Asturian: asesín; Azerbaijani: qatil; Bashkir: ҡатил; Belarusian: забойца; Bengali: খুনী, কাতেল; Breton: lazher; Bulgarian: убиец, убийца; Burmese: လူသတ်သမား; Catalan: assassí, assassina; Cherokee: ᎠᏓᎯᎯ; Chickasaw: hattak-abi'; Chinese Cantonese: 兇手, 凶手, 殺人犯, 杀人犯, 殺手, 杀手; Mandarin: 兇手, 凶手, 殺人犯, 杀人犯, 殺手, 杀手; Min Nan: 殺手, 杀手; Choctaw: abi; Crimean Tatar: qatil; Czech: vrah, vražedkyně; Danish: morder, morderske; Dutch: moordenaar, moordenaarster, moordenares; Esperanto: murdinto, murdintino; Estonian: mõrtsukas; Finnish: murhaaja; French: meurtrier, meurtrière, assassin, assassine; Old French: murtrier; Galician: asasino, asasina; Georgian: მკვლელი; German: Mörder, Mörderin; Greek: δολοφόνος, δολοφόνισσα, φονιάς, φόνισσα; Ancient Greek: αἱματηρός, αἱματουργός, ἀκρόχειρ, ἀκρόχειρος, ἀνδρόβαλος, ἀνδροθνής, ἀνδροκμής, ἀνδροκόνος, ἀνδροκτόνος, ἀνδροφόνος, ἀνθρωποκτόνος, ἀνθρωπόλεθρος, ἄρταμος, αὐθέντης, αὐτόχειρ, βροτοκτόνος, βροτοφόντης, δαΐκτωρ, δαΐξανδρος, φονεύς; Gujarati: હત્યારો; Hebrew: רוצח \ רוֹצֵחַ, רוצחת \ רוֹצַחַת; Hindi: हत्यारा, ख़ूनी, क़ातिल; Hungarian: gyilkos; Icelandic: morðingi; Indonesian: pembunuh; Italian: assassino, assassina; Japanese: 人殺し, 殺人者; Kalmyk: алач; Kannada: ಕೊಲೆಗಾರ; Kazakh: қанішер, қаныпезер; Khmer: ឃាតករ, អ្នកសម្លាប់; Korean: 살인자(殺人者); Kurdish Northern Kurdish: qatil, mêrkuj, kujer; Kyrgyz: өлтүргүч, өлтүрүүчү; Lao: ຄາດຕະກອນ; Latgalian: slapkauņs; Latin: homicida, occisor, occitrix, interfector, interfectrix; Latvian: slepkava; Lithuanian: žmogžudys, žmogžudė; Luxembourgish: Mäerder, Mäerderin; Macedonian: убиец, катиљ; Malay: pembunuh; Malayalam: കൊലപാതകി; Maori: kaikōhuru; Mongolian: алуурчин; Norman: meurtriyi; Northern Sami: olmmošgoddi; Norwegian Bokmål: morder, morderske, drapsperson, drapsmann, drapskvinne; Nynorsk: mordar, morderske, drapsperson, drapsmann, drapskvinne; Old English: manslaga, slaga; Old Norse: morðari; Old Polish: głównik; Pashto: قاتل, خوني; Persian: قاتل, آدمکش; Plautdietsch: Merda; Polish: morderca, morderczyni, zabójca, zabójczyni; Portuguese: assassino, assassina, homicida; Romanian: criminal, criminală; Russian: убийца, киллер, душегуб; Sanskrit: घातक, ताडक; Scottish Gaelic: murtair; Serbo-Croatian Cyrillic: у̀бица, у̀бојица; Roman: ùbica, ùbojica; Sinhalese: මිනීමරුවා; Slovak: vrah, vrahyňa; Slovene: morilec, morilka; Spanish: asesino, asesina, victimario, victimaria, matador, matadora; Swahili: mwuaji; Swedish: mördare, mörderska; Tajik: қотил, кушанда, одамкуш; Tamil: கொலைகாரன்; Tatar: үтерүче, катыйль; Telugu: హంతకుడు; Thai: ฆาตกร; Tocharian B: kauṣenta; Turkish: katil; Turkmen: ganhor; Ukrainian: вбивця, убивця, душогуб; Urdu: قاتل, خونی; Uyghur: قاتىل, شۇمبەن; Uzbek: qotil, odamkush; Vietnamese: kẻ giết người; Wiradhuri: baluubuunildaayn; Yakut: өлөрүөхсүт; Yiddish: מערדער, רוצח, טויטשלאַגער
perpetrator
Bulgarian: извършител, виновник; Chinese Mandarin: 作案者, 犯罪者; Danish: gerningsmand; Dutch: dader, bedrijver; Finnish: tekijä, syyllinen; French: coupable; Georgian: დამნაშავე; German: Täter, Täterin, Schuldiger, Schuldige; Greek: δράστης; Ancient Greek: αὐθέντης; Hungarian: elkövető, bűnelkövető; Indonesian: pelaku; Japanese: 加害者; Korean: 가해자; Latin: patrator; Macedonian: сторител; Norwegian Bokmål: gjerningsmann; Nynorsk: gjerningsmann; Polish: sprawca, sprawczyni, winowajca, winowajczyni; Portuguese: perpetrador; Romanian: făptaș, făptuitor; Russian: нарушитель, нарушительница, виновник, виновница; Spanish: perpetrador; Swedish: gärningsman; Turkish: fail, sanık, suçlu, mücrim, suç işleyen kimse
doer
Aghwan: 𐔱𐔰𐔰𐔾; Arabic: فَاعِل, فَاعِلَة; Azerbaijani: edən; Belarusian: выканаўца, выканавец, дзеяч, дзеячка; Bulgarian: извършител, извършителка, деятел, деятелка; French: faiseur, faiseuse; Galician: facedor; German: Macher, Macherin; Middle English: doer; Russian: исполнитель, исполнительница, деятель, деятельница; Tocharian B: yāmätstse; Turkish: eden, fail, yapan; Udi: бал; Ukrainian: виконавець, виконавиця, діяч, діячка
suicide
Afrikaans: selfmoordenaar; Arabic: مُنْتَحِر, مُنْتَحِرَة; Armenian: ինքնասպան; Belarusian: самагубец, самагубца, самазабойца; Bengali: খোদকুশ; Bulgarian: самоубиец, самоубийца; Catalan: suïcida; Chinese Mandarin: 自殺者/自杀者; Czech: sebevrah, sebevražedkyně; Danish: selvmorder; Dutch: zelfmoordenaar, zelfmoordenaares, zelfmoordenaarster; Estonian: enesetapja; Finnish: itsemurhaaja; French: suicidé, suicidée, suicidant, suicidante; German: Selbstmörder, Selbstmörderin, Suizidant, Suizidantin, Suizident, Suizidentin; Greek: αυτόχειρ, αυτόχειρας; Ancient Greek: αὐτοφόνος, αὐτόχειρ, αὐτοσφαγής, αὐτοκτόνος, αὐθέντης, αὐτοθάνατος, αὐτοφόνευτος; Hebrew: מתאבד, מתאבדת; Hungarian: öngyilkos; Icelandic: sjálfsmorðingi, sjálfsbani; Indonesian: pembunuh diri; Irish: féinmharfóir; Italian: suicida; Japanese: 自殺者; Korean: 자살자(自殺者); Macedonian: самоубиец; Manx: hene-varrooder; Norwegian Bokmål: selvmord, selvmordsoffer, selvmorder; Old English: āgenslaga, selfbana, selfcwala; Persian Iranian Persian: اِنْتِحاری; Polish: denat, denatka, samobójca, samobójczyni; Portuguese: suicida; Romanian: sinucigaș, sinucigașă; Russian: самоубийца; Scottish Gaelic: fèin-mhurtair; Serbo-Croatian Cyrillic: самоу̀бојица, самоубица, самоубилац; Roman: samoùbojica, samoubíca, samoubilac; Slovak: samovrah, samovrahyňa; Slovene: samomorilec, samomorilka; Spanish: suicida; Swedish: självmördare; Turkish: müntehir; Ukrainian: самогубець, самогубця; Urdu: خُود کُش, خُودْکُش; Uyghur: ئۆلۈۋالغۇچى; Welsh: hunanladdwr, hunanladdwraig