εἰσκαθίζω: Difference between revisions
From LSJ
συνερκτικός γάρ ἐστι καὶ περαντικός, καὶ γνωμοτυπικὸς καὶ σαφὴς καὶ κρουστικός, καταληπτικός τ' ἄριστα τοῦ θορυβητικοῦ → he's intimidative, penetrative, aphoristically originative, clear and aggressive, and superlatively terminative of the obstreperative
(6_5) |
(big3_13) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εἰσκαθίζω''': βάλλω νὰ καθίσῃ, Ἰω. Χρυσ. τ. 5. σ. 570. | |lstext='''εἰσκαθίζω''': βάλλω νὰ καθίσῃ, Ἰω. Χρυσ. τ. 5. σ. 570. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=[[hacer sentar]] ἕτερόν τινα τῶν ὁμοδούλων μεθ' [[ἑαυτοῦ]] εἰσκαθίσας Chrys.M.49.410. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:27, 21 August 2017
Greek (Liddell-Scott)
εἰσκαθίζω: βάλλω νὰ καθίσῃ, Ἰω. Χρυσ. τ. 5. σ. 570.
Spanish (DGE)
hacer sentar ἕτερόν τινα τῶν ὁμοδούλων μεθ' ἑαυτοῦ εἰσκαθίσας Chrys.M.49.410.