3,274,216
edits
(6_12) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σκεδάννῡμι''': Θεόφρ., κλπ.· [[ὡσαύτως]] [[σκεδάω]] Νικ. Ἀλεξιφ. 596· ― μέλλ. σκεδάσω [ᾰ] Θόογν. 883, Πλούτ., κλπ.· Ἀττικ. σκεδῶ Αἰσχύλ. Πρ. 25. 925, (ἀπο-) Σοφ. Ο. Τ. 138· (δια-) Ἀριστοφ. Σφ. 222, Ὄρν. 1053 ([[ὡσαύτως]] παρ’ Ἡροδ. 8. 68)· (οὐσκ-) Ἀριστοφ. Βάτρ. 903· ― ἀόρ. ἐσκέδασα, Ἐπικ. σκέδασα, ὁ [[μόνος]] ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. [[χρόνος]]. ― Μέσ., ἀόρ. ἐσκεδασάμην (κατ-) Ξεν. Ἀν. 7. 2, 32, (ἀπ-) Πλάτ. Ἀξίοχ. 365Ε. ― Παθ., μέλλ. σκεδασθήσομαι Μᾶρκ. Ἀντινῖν. 6. 4, Γαλην.· ― ἀόρ. ἐσκεδάσθην, πρκμ. ἐσκέδασμαι, ἴδε κατωτ. (Ἐκ τῆς √ΣΚΕΔ παράγονται καὶ τὰ σκέδασις, σκέδναμαι, κτλ., καὶ [[ἄνευ]] τοῦ σ, κεδάννυμι· ἢ [[μετὰ]] τοῦ κ δασυνθέντος, ΣΧΕΔ, [[ὅθεν]] τὰ σχέδος, σχεδία· [[ὡσαύτως]] ΣΧΑΔ, ὡς ἐν τοῖς σχάζω. πρβλ. [[χάζω]]). Σκορπίζω, [[διασκορπίζω]], ἀπὸ πυρκαϊῆς σκέδασον [λαὸν] Ἰλ. Ψ. 158, πρβλ. Τ. 171· λαὸν σκέδασεν κατὰ νῆας Ψ. 162· ― [[ὡσαύτως]] ἐπὶ πραγμάτων, σκέδασον δ’ ἀπὸ κήδεα θυμοῦ Ὀδ. Θ. 149· [[ἠέρα]] μὲν σκέδασεν Ἰλ. Ρ. 649, πρβλ. Ὀδ. Ν. 352· τῶν νῦν [[αἷμα]] ... ἐσκέδασ’ ὀξὺς Ἄρης, ἔχεεν ὁλόγυρα, Ἰλ. Η. 330· πάχνην ... [[ἥλιος]] σκεδᾷ [[πάλιν]] Αἰσχύλ. Πρ. 25· τρίαιναν ... σκεδᾷ, θὰ συντρίψῃ εἰς τεμάχια, [[αὐτόθι]] 925· μὴ σκεδάσαι τῷδ’ ἀπὸ κρατὸς βλεφάρων θ’ [[ὕπνον]], τοῦ ὕπνου θεωρουμένου ὡς νέφους κεχυμένου ἐπὶ τῶν ὀφθαλμῶν, Σοφ. Τρ. 989· [[σκορπίζω]] κατὰ διαφόρους διευθύνσεις, [[διασκορπίζω]], ἐπὶ τῆς Πανδώρας ἀνοιγούσης τὸ ὀλέθριον [[κιβώτιον]], Ἡσ. Ἔργα κ. Ἡμ. 95. ΙΙ. Παθ., σκορπίζομαι, διασκορπίζομαι, σκεδασθῆναι ἀνὰ τὰς πόλιας Ἡρόδ. 5. 102· [[μάλιστα]] ἐπὶ ἡττηθείσης στρατιᾶς, Θουκ. 4. 56, 112., 6. 52· σκ. καθ’ ἁρπαγήν, ἐπὶ λαφυραγωγούντων στρατιωτῶν, Ξεν. Ἀν. 5. 5, 2· ἐπὶ τὰ ἐπιτήδεια ὁ αὐτ. ἐν Ἱππαρχ. 7. 9· ἐπὶ τῶν ἀκτίνων τοῦ ἡλίου, πρὶν σκεδασθῆναι θεοῦ ἀκτῖνας, διαχέομαι (πρβλ. σκίδναμαι), Αἰσχύλ. Πέρσ. 502· ― ἐπὶ φήμης ἢ λόγου, διαφημίζομαι, [[γίνομαι]] [[κοινός]], κοινολογοῦμαι, ἐσκεδασμένου τοῦ λόγου Ἡρόδ. 4. 14· [[ὡσαύτως]], [[ὄψις]] ἐσκεδασμένη, μὴ περιοριζομένη εἰς ἓν καὶ μόνον ἀντικείμενον. Ξεν. Κυν. 5. 26. | |lstext='''σκεδάννῡμι''': Θεόφρ., κλπ.· [[ὡσαύτως]] [[σκεδάω]] Νικ. Ἀλεξιφ. 596· ― μέλλ. σκεδάσω [ᾰ] Θόογν. 883, Πλούτ., κλπ.· Ἀττικ. σκεδῶ Αἰσχύλ. Πρ. 25. 925, (ἀπο-) Σοφ. Ο. Τ. 138· (δια-) Ἀριστοφ. Σφ. 222, Ὄρν. 1053 ([[ὡσαύτως]] παρ’ Ἡροδ. 8. 68)· (οὐσκ-) Ἀριστοφ. Βάτρ. 903· ― ἀόρ. ἐσκέδασα, Ἐπικ. σκέδασα, ὁ [[μόνος]] ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. [[χρόνος]]. ― Μέσ., ἀόρ. ἐσκεδασάμην (κατ-) Ξεν. Ἀν. 7. 2, 32, (ἀπ-) Πλάτ. Ἀξίοχ. 365Ε. ― Παθ., μέλλ. σκεδασθήσομαι Μᾶρκ. Ἀντινῖν. 6. 4, Γαλην.· ― ἀόρ. ἐσκεδάσθην, πρκμ. ἐσκέδασμαι, ἴδε κατωτ. (Ἐκ τῆς √ΣΚΕΔ παράγονται καὶ τὰ σκέδασις, σκέδναμαι, κτλ., καὶ [[ἄνευ]] τοῦ σ, κεδάννυμι· ἢ [[μετὰ]] τοῦ κ δασυνθέντος, ΣΧΕΔ, [[ὅθεν]] τὰ σχέδος, σχεδία· [[ὡσαύτως]] ΣΧΑΔ, ὡς ἐν τοῖς σχάζω. πρβλ. [[χάζω]]). Σκορπίζω, [[διασκορπίζω]], ἀπὸ πυρκαϊῆς σκέδασον [λαὸν] Ἰλ. Ψ. 158, πρβλ. Τ. 171· λαὸν σκέδασεν κατὰ νῆας Ψ. 162· ― [[ὡσαύτως]] ἐπὶ πραγμάτων, σκέδασον δ’ ἀπὸ κήδεα θυμοῦ Ὀδ. Θ. 149· [[ἠέρα]] μὲν σκέδασεν Ἰλ. Ρ. 649, πρβλ. Ὀδ. Ν. 352· τῶν νῦν [[αἷμα]] ... ἐσκέδασ’ ὀξὺς Ἄρης, ἔχεεν ὁλόγυρα, Ἰλ. Η. 330· πάχνην ... [[ἥλιος]] σκεδᾷ [[πάλιν]] Αἰσχύλ. Πρ. 25· τρίαιναν ... σκεδᾷ, θὰ συντρίψῃ εἰς τεμάχια, [[αὐτόθι]] 925· μὴ σκεδάσαι τῷδ’ ἀπὸ κρατὸς βλεφάρων θ’ [[ὕπνον]], τοῦ ὕπνου θεωρουμένου ὡς νέφους κεχυμένου ἐπὶ τῶν ὀφθαλμῶν, Σοφ. Τρ. 989· [[σκορπίζω]] κατὰ διαφόρους διευθύνσεις, [[διασκορπίζω]], ἐπὶ τῆς Πανδώρας ἀνοιγούσης τὸ ὀλέθριον [[κιβώτιον]], Ἡσ. Ἔργα κ. Ἡμ. 95. ΙΙ. Παθ., σκορπίζομαι, διασκορπίζομαι, σκεδασθῆναι ἀνὰ τὰς πόλιας Ἡρόδ. 5. 102· [[μάλιστα]] ἐπὶ ἡττηθείσης στρατιᾶς, Θουκ. 4. 56, 112., 6. 52· σκ. καθ’ ἁρπαγήν, ἐπὶ λαφυραγωγούντων στρατιωτῶν, Ξεν. Ἀν. 5. 5, 2· ἐπὶ τὰ ἐπιτήδεια ὁ αὐτ. ἐν Ἱππαρχ. 7. 9· ἐπὶ τῶν ἀκτίνων τοῦ ἡλίου, πρὶν σκεδασθῆναι θεοῦ ἀκτῖνας, διαχέομαι (πρβλ. σκίδναμαι), Αἰσχύλ. Πέρσ. 502· ― ἐπὶ φήμης ἢ λόγου, διαφημίζομαι, [[γίνομαι]] [[κοινός]], κοινολογοῦμαι, ἐσκεδασμένου τοῦ λόγου Ἡρόδ. 4. 14· [[ὡσαύτως]], [[ὄψις]] ἐσκεδασμένη, μὴ περιοριζομένη εἰς ἓν καὶ μόνον ἀντικείμενον. Ξεν. Κυν. 5. 26. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>impf.</i> ἐσκέδαννυν, <i>f.</i> σκεδάσω, <i>att.</i> σκεδῶ, <i>ao.</i> ἐσκέδασα, <i>pf. inus.</i><br /><i>Pass. f.</i> σκεδασθήσομαι, <i>ao.</i> ἐσκεδάσθην, <i>pf.</i> ἐσκέδασμαι;<br /><b>1</b> répandre de côté et d’autre ; [[αἷμα]] IL verser du sang ; <i>Pass.</i> se répandre çà et là : σκ. κατὰ τὴν χώραν THC se répandre à travers le pays ; ἐσκεδασμένοι [[ἐν]] [[τῷ]] πεδίῳ XÉN soldats dispersés dans la plaine ; <i>fig.</i> ἐσκεδασμένου [[τοῦ]] λόγου HDT le bruit s’étant répandu;<br /><b>2</b> renvoyer de côté et d’autre, disperser : λαόν IL la foule ; ἠέρα IL dissiper une vapeur ; <i>fig.</i> ἀπὸ βλεφάρων ὕπνον SOPH chasser le sommeil des paupières de qqn ; σκ. ἀπὸ κήδεα θυμοῦ OD chasser les soucis de son âme.<br />'''Étymologie:''' R. Σκεδ, disperser ; cf. [[σκίδναμαι]]. | |||
}} | }} |