3,274,216
edits
(Bailly1_4) |
(37) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>impf.</i> ἐσκέδαννυν, <i>f.</i> σκεδάσω, <i>att.</i> σκεδῶ, <i>ao.</i> ἐσκέδασα, <i>pf. inus.</i><br /><i>Pass. f.</i> σκεδασθήσομαι, <i>ao.</i> ἐσκεδάσθην, <i>pf.</i> ἐσκέδασμαι;<br /><b>1</b> répandre de côté et d’autre ; [[αἷμα]] IL verser du sang ; <i>Pass.</i> se répandre çà et là : σκ. κατὰ τὴν χώραν THC se répandre à travers le pays ; ἐσκεδασμένοι [[ἐν]] [[τῷ]] πεδίῳ XÉN soldats dispersés dans la plaine ; <i>fig.</i> ἐσκεδασμένου [[τοῦ]] λόγου HDT le bruit s’étant répandu;<br /><b>2</b> renvoyer de côté et d’autre, disperser : λαόν IL la foule ; ἠέρα IL dissiper une vapeur ; <i>fig.</i> ἀπὸ βλεφάρων ὕπνον SOPH chasser le sommeil des paupières de qqn ; σκ. ἀπὸ κήδεα θυμοῦ OD chasser les soucis de son âme.<br />'''Étymologie:''' R. Σκεδ, disperser ; cf. [[σκίδναμαι]]. | |btext=<i>impf.</i> ἐσκέδαννυν, <i>f.</i> σκεδάσω, <i>att.</i> σκεδῶ, <i>ao.</i> ἐσκέδασα, <i>pf. inus.</i><br /><i>Pass. f.</i> σκεδασθήσομαι, <i>ao.</i> ἐσκεδάσθην, <i>pf.</i> ἐσκέδασμαι;<br /><b>1</b> répandre de côté et d’autre ; [[αἷμα]] IL verser du sang ; <i>Pass.</i> se répandre çà et là : σκ. κατὰ τὴν χώραν THC se répandre à travers le pays ; ἐσκεδασμένοι [[ἐν]] [[τῷ]] πεδίῳ XÉN soldats dispersés dans la plaine ; <i>fig.</i> ἐσκεδασμένου [[τοῦ]] λόγου HDT le bruit s’étant répandu;<br /><b>2</b> renvoyer de côté et d’autre, disperser : λαόν IL la foule ; ἠέρα IL dissiper une vapeur ; <i>fig.</i> ἀπὸ βλεφάρων ὕπνον SOPH chasser le sommeil des paupières de qqn ; σκ. ἀπὸ κήδεα θυμοῦ OD chasser les soucis de son âme.<br />'''Étymologie:''' R. Σκεδ, disperser ; cf. [[σκίδναμαι]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και σκεδαννύω ΜΑ<br /><b>1.</b> [[σκορπίζω]], [[διασκορπίζω]], [[διασπείρω]] (α. «λαὸν μὲν σκέδασεν κατὰ νῆας», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «οἱ δὲ αὐτῶν... ἐσκεδάσθησαν ἀνὰ τὰς πόλιας», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> (σχετικά με άψυχα ή με καταστάσεις) [[διαλύω]] (α. «τὴν ἐξ ἀπροσεξίας σκότωσίν μοι... ἐπισκήψασαν... σκέδασον», Μηναί<br />β. «πάχνην... [[ἥλιος]] σκεδᾱ», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[αφήνω]], [[επιτρέπω]] να διασκορπιστεί [[κάτι]] σε διάφορες κατευθύνσεις ([για την Πανδώρα] «χείρεσσι πίθου... πῶμ' ἀφελοῡσα ἐσκέδασ' ἀνθρώποισι δ' ἐμήσατο κήδεα λυγρά», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> <i>σκεδάννυμαι</i> και <i>σκεδαννύομαι</i><br />α) (για τις ακτίνες του Ηλίου) διαχέομαι («πρὶν σκεδασθῆναι θεοῡ ἀκτῑνας», <b>Αισχύλ.</b>)<br />β) (για [[φήμη]] ή λόγο) διαδίδομαι, εξαπλώνομαι, κοινολογούμαι («ἐσκεδασμένου δὲ ἤδη τοῡ λόγου ἀνὰ τὴν πόλην ὡς τεθνεὼς εἴη», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «[[ὄψις]] ἐσκεδασμένη» — όραση, [[θέαση]] που δεν περιορίζεται σε ένα και μόνο [[αντικείμενο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Το ρ. [[σκεδάννυμι]] ανάγεται, [[κατά]] μία [[άποψη]], στην ΙΕ [[ρίζα]] (<i>s</i>)<i>k</i>(<i>h</i>)<i>ed</i>- / (<i>s</i>)<i>k</i>(<i>h</i>)<i>e</i>-<i>n</i>-<i>d</i>- «[[σχίζω]], [[διασκορπίζω]]» (<b>πρβλ.</b> αβεστ. <i>sčandayeiti</i> «[[σπάζω]], [[καταστρέφω]]», αρχ. ινδ. <i>skhadate</i> «[[σχίζω]]», λιθουαν. <i>skederva</i> «[[θραύσμα]]», αγγλ. <i>scatter</i> «[[διασκορπίζω]]»). Αρχικός τ. ενεστ. [[είναι]] ο τ. [[σκίδνημι]], ενώ ο μτγν. τ. [[σκεδάννυμι]] (<span style="color: red;"><</span> <i>σκεδάσ</i>-<i>νυ</i>-<i>μι</i>) έχει σχηματιστεί από τον σιγματικό αόρ. <i>ἐ</i>-<i>σκέδασ</i>-<i>α</i> με ενεστωτικό [[επίθημα]] -<i>νυ</i>- (<b>πρβλ.</b> [[κεράννυμι]]: <i>ἐκέρασα</i>, [[πετάννυμι]]: <i>ἐπέτασα</i>). Παρλλ. απαντούν και τύποι ενεστ. [[κεδάννυμι]], [[κίδναμαι]] (δεν [[είναι]], όμως, εύκολο να εξακριβωθεί η [[αρχαιότητα]] της εναλλαγής αυτής του αρκτικού <i>σκ</i>- / <i>κ</i>-), [[καθώς]] και τύποι αορ. <i>κεδάσσαι</i>, <i>κεδασθῆναι</i> (στον Όμ. για μετρικούς λόγους), απ' όπου προήλθαν οι μτγν. τ. ενεστ. [[κεδαίω]], <i>κεδαίομαι</i>]. | |||
}} | }} |