καυσαλίς: Difference between revisions

20
(6_12)
(20)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καυσᾰλίς''': -ίδος, ἡ «καψαλίδα», [[φλύκταινα]], ἡ μέλαινα καὶ [[ὑπέρυθρος]] «φουσκαλίδα» ἐκ καύματος, Ἡσύχ.
|lstext='''καυσᾰλίς''': -ίδος, ἡ «καψαλίδα», [[φλύκταινα]], ἡ μέλαινα καὶ [[ὑπέρυθρος]] «φουσκαλίδα» ἐκ καύματος, Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=[[καυσαλίς]], ἡ (Α)<br />[[φλύκταινα]] από [[έγκαυμα]], [[φουσκάλα]], [[καντήλα]], καψαλίδα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για δ. γρφ. του [[καυκαλίς]], ενώ με τη σημ. «[[φουσκάλα]]» συνδέεται πιθ. με το [[καίω]].
}}
}}