καυσαλίς

From LSJ

Πανήγυριν νόμιζε τόνδε τὸν βίον → Mercatum crede tempus hoc, quod vivitur → Als eine Festversammlung sieh dies Leben an

Menander, Monostichoi, 444
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καυσᾰλίς Medium diacritics: καυσαλίς Low diacritics: καυσαλίς Capitals: ΚΑΥΣΑΛΙΣ
Transliteration A: kausalís Transliteration B: kausalis Transliteration C: kafsalis Beta Code: kausali/s

English (LSJ)

-ίδος, ἡ, prob. glossed by ἡ μέλαινα καὶ ὑπέρυθρος, Hsch. (καύσαλις cod.); perhaps to be read for καυκαλίς, of a kind of σμύρνα, Dsc.1.64 (and so in Orib. 12 s.v.), and for καυχαλίς (q.v.).

German (Pape)

[Seite 1408] ίδος, ἡ (καίω), Brandblase, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

καυσᾰλίς: -ίδος, ἡ «καψαλίδα», φλύκταινα, ἡ μέλαινα καὶ ὑπέρυθρος «φουσκαλίδα» ἐκ καύματος, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

καυσαλίς, ἡ (Α)
φλύκταινα από έγκαυμα, φουσκάλα, καντήλα, καψαλίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για δ. γρφ. του καυκαλίς, ενώ με τη σημ. «φουσκάλα» συνδέεται πιθ. με το καίω.