καυσαλίς
From LSJ
Πανήγυριν νόμιζε τόνδε τὸν βίον → Mercatum crede tempus hoc, quod vivitur → Als eine Festversammlung sieh dies Leben an
English (LSJ)
-ίδος, ἡ, prob. glossed by ἡ μέλαινα καὶ ὑπέρυθρος, Hsch. (καύσαλις cod.); perhaps to be read for καυκαλίς, of a kind of σμύρνα, Dsc.1.64 (and so in Orib. 12 s.v.), and for καυχαλίς (q.v.).
German (Pape)
[Seite 1408] ίδος, ἡ (καίω), Brandblase, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
καυσᾰλίς: -ίδος, ἡ «καψαλίδα», φλύκταινα, ἡ μέλαινα καὶ ὑπέρυθρος «φουσκαλίδα» ἐκ καύματος, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
καυσαλίς, ἡ (Α)
φλύκταινα από έγκαυμα, φουσκάλα, καντήλα, καψαλίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για δ. γρφ. του καυκαλίς, ενώ με τη σημ. «φουσκάλα» συνδέεται πιθ. με το καίω.