ἀναπτικός: Difference between revisions
From LSJ
τῶν γὰρ μετρίων πρῶτα μὲν εἰπεῖν τοὔνομα νικᾷ → the first mention of the word moderation wins the game (Euripides, Medea 125f.)
(6_11) |
(big3_4) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀναπτικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνάπτων, ὁ ἔχων τὴν ἰδιότητα νὰ ἀνάπτῃ, Ἀρχ. Λεξ. | |lstext='''ἀναπτικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνάπτων, ὁ ἔχων τὴν ἰδιότητα νὰ ἀνάπτῃ, Ἀρχ. Λεξ. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-όν [[combustible]], [[ἔλαιον]] <i>PMag</i>.4.3251. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:12, 21 August 2017
Greek (Liddell-Scott)
ἀναπτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνάπτων, ὁ ἔχων τὴν ἰδιότητα νὰ ἀνάπτῃ, Ἀρχ. Λεξ.
Spanish (DGE)
-όν combustible, ἔλαιον PMag.4.3251.