παλινέμπορος: Difference between revisions

30
(6_15)
(30)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παλινέμπορος''': ὁ, ὁ εἰς μικρὰ ποσὰ ἐμπορευόμενος, πωλῶν «λιανικῶς», [[μεταπράτης]], Φώτ.· πρβλ. [[παλιγκάπηλος]].
|lstext='''παλινέμπορος''': ὁ, ὁ εἰς μικρὰ ποσὰ ἐμπορευόμενος, πωλῶν «λιανικῶς», [[μεταπράτης]], Φώτ.· πρβλ. [[παλιγκάπηλος]].
}}
{{grml
|mltxt=[[παλινέμπορος]], ὁ (Α)<br />[[μεταπράτης]], [[μεταπωλητής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πάλιν]] <span style="color: red;">+</span> [[ἔμπορος]].
}}
}}