παλινέμπορος
From LSJ
Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück
English (LSJ)
ὁ, retail-dealer, Phot.
German (Pape)
[Seite 450] ὁ, = παλιγκάπηλος, Phot.
Greek (Liddell-Scott)
παλινέμπορος: ὁ, ὁ εἰς μικρὰ ποσὰ ἐμπορευόμενος, πωλῶν «λιανικῶς», μεταπράτης, Φώτ.· πρβλ. παλιγκάπηλος.
Greek Monolingual
παλινέμπορος, ὁ (Α)
μεταπράτης, μεταπωλητής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + ἔμπορος.