δωρολήπτης: Difference between revisions

10
(6_19)
(10)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δωρολήπτης''': -ου, ὁ, δῶρα λαμβάνων, Ἑβδ. (Παροιμ. ιε΄, 27), Ἐκκλ.
|lstext='''δωρολήπτης''': -ου, ὁ, δῶρα λαμβάνων, Ἑβδ. (Παροιμ. ιε΄, 27), Ἐκκλ.
}}
{{grml
|mltxt=ο (AM [[δωρολήπτης]])<br /><b>1.</b> αυτός που δέχεται δώρα<br /><b>2.</b> ο [[άπληστος]] για [[κέρδος]], αυτός που δωροδοκείται.
}}
}}