δωρολήπτης
From LSJ
Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either
English (LSJ)
δωρολήπτου, ὁ, greedy of gain, LXX Pr.15.27.
German (Pape)
[Seite 695] ὁ, der Geschenke annimmt, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
δωρολήπτης: -ου, ὁ, δῶρα λαμβάνων, Ἑβδ. (Παροιμ. ιε΄, 27), Ἐκκλ.
Greek Monolingual
ο (AM δωρολήπτης)
1. αυτός που δέχεται δώρα
2. ο άπληστος για κέρδος, αυτός που δωροδοκείται.