δωρολήπτης

From LSJ

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δωρολήπτης Medium diacritics: δωρολήπτης Low diacritics: δωρολήπτης Capitals: ΔΩΡΟΛΗΠΤΗΣ
Transliteration A: dōrolḗptēs Transliteration B: dōrolēptēs Transliteration C: doroliptis Beta Code: dwrolh/pths

English (LSJ)

δωρολήπτου, ὁ, greedy of gain, LXX Pr.15.27.

German (Pape)

[Seite 695] ὁ, der Geschenke annimmt, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

δωρολήπτης: -ου, ὁ, δῶρα λαμβάνων, Ἑβδ. (Παροιμ. ιε΄, 27), Ἐκκλ.

Greek Monolingual

ο (AM δωρολήπτης)
1. αυτός που δέχεται δώρα
2. ο άπληστος για κέρδος, αυτός που δωροδοκείται.